 |
Φωτογραφία Κωνσταντίνου Τσακαλίδη του πρακτορείου Sooc Μια φωτογραφία που αποτυπώνει τα συναισθήματα όλων μας |
Κάποτε ήταν ένα δάσος. Σε αυτό το δάσος μεγάλωναν πεύκα. Πολλά πεύκα. Τα κοιτούσες και χάνονταν το μάτι σου. Και σιγά σιγά άρχισαν να μαζεύονται σε αυτό το δάσος πουλιά, χελώνες και λογίων λογίων ζώα και έπειτα ήρθαν και οι άνθρωποι.
Τα χρόνια περνούσαν, το δάσος συνέχιζε να μεγαλώνει και οι κάτοικοι πλέον ζούσαν τόσο μαζί του, όσο και από αυτό. Όμως δυστυχώς πέρα από τους άλλους ανθρώπους υπήρχαν και εκλεγμένοι κυβερνώντες οι οποίοι ενδιαφέρονταν μόνο για τα κονδύλια χωρίς να κάνουν επί της ουσίας σημαντικά έργα στο νομό.. Και ύστερα ήρθαν και οι εταιρείες που αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν το δάσος για δικό τους όφελος.
Στην αρχή οι κάτοικοι δεν αντέδρασαν. Ζούσαν άλλωστε ήρεμα και ειρηνικά ενώ κάποιοι δούλευαν για αυτές τις εταιρείες. Όμως όσο τα δέντρα μεγάλωναν τόσο μεγάλωνε και η απληστία των ανθρώπων. Ήθελαν συνεχώς όλο και πιο πολλά..
Ένα μέρος του δάσους του Δρυμώνα, στη Μονή του Οσίου Δαυίδ, το οποίο κάηκε ολοσχερώς
Μέχρι που ένα απόγευμα του Αυγούστου, συγκεκριμένα στις 3 Αυγούστου, ξέσπασε φωτιά κοντά σε ένα χωριό του νόμου Ευβοίας με την ονομασία Μουρτιάς. Οι ενισχύσεις όμως δεν ήταν άμεσες με αποτέλεσμα η φωτιά να αρχίζει να επεκτείνεται. Φώναζαν οι εκλεγμένοι τοπικοί άρχοντες να σταλεί βοήθεια από εναέρια μέσα. Φώναζαν οι κάτοικοι ότι καίγονται τα σπίτια τους, η ζωή τους όλη.. Όμως κανείς δεν ακούγονταν και η φωτιά συνεχίζει να θεριεύει.
Πέρασαν έτσι 8 ημέρες. Η φωτιά κατάπινε τα πάντα στο πέρασμα της. Οι άνθρωποι έτρεχαν να σώσουν τις περιουσίες τους, φώναζαν και εκλιπαρούσαν για βοήθεια. Κάποιοι όπως τα γυναικόπαιδα μαζί με τους ηλικιωμένους μπήκαν σε καΐκια και φερυ-μπωτ. Ο ένας δίπλα στον άλλον, πρόσφυγες μέσα στον ίδιο τους τον τόπο. Οι άντρες έμειναν πίσω να προστατεύσουν τον τόπο τους.
Και μετά από τρεις ημέρες η φωνή των Ευβοέων άρχισε να ακούγεται. Με εκκλήσεις στα κανάλια άρχισε να έρχεται η πρώτη βοήθεια.. Όμως το κακό είχε αρχίσει να επεκτείνεται..
Μέρος από τους καταρράκτες του Δρυμώνα, πριν καταστραφούν ολοκληρωτικά
Το δάσος που κάποτε φιλοξενούσε δέντρα και ζώα άρχισε πλέον να χάνεται λίγο λίγο.. Η φωτιά ήταν πιο δυνατή από το σθένος όλων εκείνων των κατοίκων και των εθελοντών που μάχονταν ενάντια της.. Εκείνη συνέχιζε το καταστροφικό της πέρασμα καίγοντας παρθένα δάση, ζώα και τα όνειρα των ανθρώπων που ήθελαν να συνεχίσουν τη ζωή που κληρονόμησαν από τους παππούδες τους στο χωριό τους.. Κάποιοι πρόλαβαν να σώσουν τα ζώα τους, τα σπίτια τους άλλοι όμως έχασαν τα πάντα.
Και η φωτιά συνέχισε το έργο της και άρχισε πια να σβήνει μετά από οκτώ ημέρες στις 11 Αυγούστου, αφού ζητήθηκε και ήρθε και η βοήθεια από Ουκρανία και Ρουμανία.
Ο καπνός είχε κυκλώσει την πόλη της Χαλκίδας.. Η ημέρα έγινε νύχτα, η καταστροφή και η θλίψη ανείπωτη
Όταν πια είχε σβήσει σε μεγάλο μέρος της αποφάσισα να ανέβω πάνω στο χωριό του πατέρα μου να δω τι απέγινε το σπίτι και τα κτήματα μας..
Η διαδρομή όμως αυτή ήταν μονότονη και καταθλιπτική. Από όπου πέρασε η φωτιά άφησε μόνο στάχτες και θλίψη. Κάποια δέντρα κάπνιζαν ακόμα ενώ κάποια άλλα στέκονταν ακόμα υπερήφανα θέλοντας να δείξουν στον κόσμο ότι κάποτε είχαν ζωή.
Η διαδρομή προς Αγία Άννα, ένα μέρος υπέροχο, γεμάτο πράσινο. Κάποτε...
Τα ζώα δεν υπήρχαν πια. Δεν άκουγες βελάσματα, δεν έβλεπες μαντριά, ούτε άκουγες τζιτζίκια να τραγουδάνε ανάμεσα στα δέντρα..
Πλέον έβλεπες μόνο ένα μαύρο τοπίο. Έβλεπες καμένες καρέκλες και ομπρέλες οι οποίες κάποτε φιλοξενούσαν ανθρώπους και άκουγαν τα γέλια τους και τις συζητήσεις τους.
Έβλεπες μόνο ανθρώπους που η αγωνία και η ανησυχία τους για το αύριο ήταν έκδηλη. Δεν έβλεπες εκείνους τους ανθρώπους που κάποτε σε καλωσόριζαν χαμογελαστοί έτοιμοι να σε ξεναγήσουν στα μέρη τους.
Η θλίψη, ο πόνος και η οργή κυριαρχούσε.. Τα δέντρα συνέχισαν να καπνίζουν ενώ η μυρωδιά του καμμένου ήταν αποπνικτική.
Η φωτιά συνέχιζε να θυμίζει το πέρασμα της ακόμα και όταν πια είχε σβήσει
Κοιτούσα γύρω μου σα να μη μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα.. Ένιωθα απλά ένα κενό. Σα να βρισκόμουν σε άγνωστα μέρη.. Όλη αυτή η ομορφιά χάθηκε μέσα σε λίγες ημέρες... Και τώρα; Τώρα τι;; Το μετά; Μετά τι;