Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Ένα μικρό διήγημα μου για τη συμμετοχή μου σε έναν διαγωνισμό. Και μπορεί να μη κατάφερα να διακριθώ αλλά η χαρά του να γράφεις δε συγκρίνεται με τίποτα...

Παράλληλες ζωές

Η Αλίκη γεννήθηκε το 1986 σε ένα μαιευτήριο των Αθηνών. Ήταν ένα λιποβαρές μωρό με μαύρες μπουκλίτσες όμως που την έκανε να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα μωράκια. Τα μαύρα μαλλάκια της δεν έμειναν για πολύ καθώς όσο μεγάλωνε τα μαλλιά της άνοιγαν σαν χρώμα και γινόταν καστανό, οι μπούκλες όμως παρέμεναν μέχρι που τελικά απέκτησε ένα καστανοκόκκινο χρώμα στο μαλλί ενώ οι μπούκλες θα την ακολουθούσαν σε όλη της τη ζωή.

Η Αλίκη γενικά έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια καθώς μέχρι τα έξι της ζούσε σε μια κωμόπολη της Ευβοίας και έπαιζε κάθε ημέρα με τα παιδιά στην ήσυχη γειτονιά της Λίμνης, ενώ πολλά καλοκαίρια επισκέπτονταν και τη γιαγιά της στο κοντινό χωριό και εκεί στο περιβόλι τάιζαν παρέα τις κότες. Κάποια άλλα καλοκαίρια δε πήγαινε στο χωριό της μαμάς της και στην άλλη άκρη της Ευβοίας όπου έπαιζε με τα παιδιά της γειτονιάς κρυφτό, έκανε ποδήλατο, έπαιζε αγαλματάκια ακούνητα, έτρωγε τραχανά κρυφά που άπλωνε η γιαγιά της στην αυλή, ενώ τα βράδια κάποιες φορές μοιραζόταν τρομακτικές ιστορίες με τα αδέρφια της και τα παιδιά της γειτονιάς ή καθόταν και χάζευε τους μεγάλους που έπαιζαν μπιρίμπα. Αυτό όμως που της έμεινε έντονα, όσα χρόνια και αν περνούσαν, ήταν η ηρεμία της νύχτας και το νυχτολούλουδο που ήταν διάχυτο στην ατμόσφαιρα. Και η Αλίκη συνέχισε να μεγαλώνει, όμως μαζί με εκείνη μεγάλωναν και τα κιλά της και τα προβλήματα των γονιών της. Οι τσακωμοί μεταξύ τους ήταν συχνοί ενώ η γιαγιά της ανακατευόταν συνεχώς στο ζευγάρι και έβριζε τον πατέρα της. Το ίδιο και ο παππούς της με αποτέλεσμα να τσακωθούν και να σταματήσουν και τα καλοκαίρια στο ένα χωριό.. Και μετά πέθανε και η άλλη γιαγιά και δεν πήγαν ξανά ούτε στο άλλο χωριό. Δύσκολες στιγμές για την Αλίκη που μαζί με τους συμμαθητές της που την κορόιδευαν εμφανώς πλέον για τα κιλά της, είχε και τους γονείς της να τσακώνονταν, το μπαμπά της να πίνει και να μεθάει, να φεύγει από το σπίτι, τη μαμά της να κλαίει συνέχεια και να εύχεται να πεθάνει.

Τα χρόνια συνέχιζαν να περνάνε και η Αλίκη μεγάλωνε και άλλο, τα κιλά παρέμεναν, το ίδιο και τα προβλήματα στο σπίτι της. Το bullying ήταν πια καθημερινό φαινόμενο, το ίδιο και οι καβγάδες στο σπίτι της. Και εκείνη έκλαιγε συνέχεια. Έκλαιγε για την κοροϊδία, για τους γονείς της, για τους παππούδες που έβριζαν το μπαμπά της, για τη μαμά της που στενοχωριόταν. Και ευχόταν να πεθάνει για να ηρεμήσει, μια επιθυμία που αργότερα άρχισε να γίνεται φόβος μη χάσει τη μαμά της ή τον μπαμπά της ή τα αδέρφια της. Και συνέχιζε να μεγαλώνει και κάποιες φορές σκεφτόταν ότι θέλει να πεθάνει αλλά πλέον την είχε κυριεύσει ο φόβος μη χάσει κάποιον δικό της.

Ο Άρης από την άλλη γεννήθηκε σε ένα μικρό σπιτάκι σε μια φάρμα ενός χωριού. Ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα αδέρφια του ενώ μια επιπλοκή στη γεννά του δημιούργησε ένα πρόβλημα στα δόντια του. Προγναθισμός είπε ο γιατρός και δυστυχώς δε θα μπορούσε να γίνει τίποτα για να διορθωθεί. Θα έμενε για πάντα το χαρακτηριστικό του. Η μαμά του από την αρχή έδειξε όλη την αγάπη στον Άρη και προσπάθησε να του τονώσει την αυτοπεποίθηση του ώστε να μη νιώθει μειονεκτικά μεγαλώνοντας για αυτό το χαρακτηριστικό στα δόντια του. Ήθελε να το αγαπήσει, να το κάνει δικό του και να τον θωρακίσει ώστε να τον προστατέψει αργότερα από τα περίεργα βλέμματα του κόσμου.

Ο Άρης άρχισε να μεγαλώνει σιγά-σιγά. Έτρεχε ανέμελος στη φάρμα, κυνηγούσε μύγες ή πουλιά ενώ κάποιες φορές, ειδικά το καλοκαίρι, ξάπλωνε δίπλα στο ποταμάκι που περνούσε μπροστά από το σπίτι του και απολάμβανε τη μεσημεριανή σιέστα του ακούγοντας τα τζιτζίκια που τραγουδούσαν το δικό τους τραγούδι. Το καλοκαίρι υποδέχτηκε το φθινόπωρο με τον Άρη να συνεχίζει να παίζει στη φύση και να κυλιέται ανάμεσα στα πορτοκαλί πλέον φύλλα των δέντρων. Μέχρι εκείνο το χειμώνα.
Αυτός ο χειμώνας ήταν διαφορετικός και αρκετά βαρύς ενώ το χιόνι που έπεσε εκείνη τη χρονιά κατέστρεψε μεγάλο μέρος της σοδειάς τους. Τα έξοδα μεγάλωναν και πλέον δε μπορούσαν να ανταπεξέλθουν ούτε στα βασικά όπως ήταν το φαγητό. Έτσι οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν στην πόλη στον αδερφό της μαμάς του να μείνει για λίγο καιρό μέχρι να μπορέσουν να βρουν ένα τρόπο να ορθοποδήσουν. Και έστειλαν και τον αδερφό του Άρη στην αδελφή του πάτερα του σε διαφορετική πόλη. Του Άρη δεν του άρεσε αυτό. Δε μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο αποχωριζόταν την οικογένεια του. Και έκλαιγε συνεχώς. Όμως κανείς δεν τον άκουγε. Επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του θείου του μη μπορώντας να κάνει κάτι άλλο. Κοίταξε πίσω για μια τελευταία φορά βλέποντας τον ήλιο να χάνεται σιγά-σιγά στο βουνό. Ήταν η τελευταία εικόνα που θα είχε από το σπίτι του και τη μαμά του, η οποία τον κοιτούσε με τα πιο θλιμμένα μάτια που υπήρχαν.

Η ζωή στην πόλη δεν ήταν εύκολη για τον Άρη. Δε μπορούσε να προσαρμοστεί στο μικρό διαμέρισμα του θειου του ενώ τα ξαδέρφια του τον πείραζαν συνέχεια και τον κορόιδευαν για τα δόντια του. Μια φορά μάλιστα ο θείος του τον είχε κλωτσήσει κιόλας επειδή ο Άρης επιτέθηκε σε ένα από τα ξαδέρφια του. Έτσι ο Άρης συνήθιζε να φεύγει από το σπίτι κρυφά και να κάνει μεγάλες βόλτες μόνος του . Άλλωστε δεν ένιωσε ούτε στο ελάχιστο την αγάπη που είχε από τη μαμά του μιας και ο θείος του δεν τον αποδέχτηκε ποτέ, ενώ το προσωρινό που έγινε νόμιμο τον είχε πια κουράσει.. Έτσι μια ημέρα αποφάσισε να το σκάσει. Ήταν άλλωστε σίγουρος ότι κανείς δε θα τον αναζητούσε. Εκείνο το βράδυ λοιπόν, μόλις ξάπλωσαν οι θειοι του πήδηξε από το ανοιχτό παράθυρο και έφυγε όσο πιο μακριά γινόταν.
Η συνάντηση

Ήταν ένα βροχερό βράδυ του Νοεμβρίου όταν η Αλίκη γυρνούσε από τη δουλειά της.. Εκείνη τη νύχτα δεν ήθελε να πάρει το αυτοκίνητο. Ήθελε να περπατήσει. Βλέπεις πριν ένα μήνα είχε χάσει το πρώτο της σκυλί από καρκίνο και συνήθιζε να περιπατάει για να αδειάζει το μυαλό της από τις σκέψεις και να κατευνάζει με κάποιο τρόπο τον πόνο της απώλειας. Ναι η Αλίκη την ένιωθε τόσο έντονη αυτή την απώλεια γιατί ήταν σα να έχασε ένα δικό της άνθρωπο.

Οι δρόμοι ήταν έρημοι αν και ήταν μόνο εννιά η ώρα. Μόνο κάποιοι λίγοι διαβάτες περπατούσαν στο δρόμο. Η βροχή είχε σταματήσει όμως το κρύο ήταν τσουχτερό. Η Αλίκη επιτάχυνε το βήμα της καθώς ήθελε να φτάσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο σπίτι της. Κάπου-κάπου όμως σταματούσε και χάζευε τις βιτρίνες. Μέχρι που πέρασε έξω από ένα μαγαζί με χαλιά και είδε τον Άρη. Τον κοίταξε, του χαμογέλασε και συνέχισε. Όμως ο Άρης άρχισε να την ακολουθεί. Η Αλίκη δεν έδωσε σημασία γιατί σκέφτηκε ότι μπορεί να πήγαινε μέχρι το περίπτερο. Κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά όταν είδε ότι ο Άρης συνέχισε να την ακολουθεί. Κοντοστάθηκε και γύρισε πίσω κοιτώντας τον. Εκείνη τη στιγμή περνάει μια μητέρα με την κόρη της. Τις ρώτησε αν ξέρουν ποιανού είναι αυτό το παιδί και εκείνες απάντησαν ότι πρέπει να ξέρει ο κύριος με το κατάστημα με τα χαλιά στη γωνία.

«Μην ανησυχείτε» άκουσε τη γυναίκα να λέει. «Θα τον γυρίσουμε εμείς στο μαγαζί αφού από εκεί είναι ο δρόμος μας».

Η Αλίκη χαμογέλασε και ξεκίνησε να περπατά. Όμως ο Άρης δε κουνιόταν. Είχε στυλώσει τα πόδια του στο έδαφος και έκλαιγε.

Η Αλίκη γύρισε και τον κοίταξε και εκείνος χαμογέλασε. Πλησίασε προς το μέρος του. Τότε η γυναίκα της είπε: «Δεν έρχεται. Μάλλον θέλει εσάς να τον επιστρέψετε στο κατάστημα» .

Η Αλίκη το σκέφτηκε, κοίταξε το ρολόι της και αποφάσισε να γυρίσει εκείνη τον Άρη στο μαγαζί. Όμως απογοητεύτηκε πολύ όταν έφτασε εκεί αφού ο καταστηματάρχης της είπε ότι δεν το έχει δει ξανά τον Άρη και ούτε ξέρει αν έχει γονείς κάποιον από τη γειτονιά. Βλέπεις η εμφάνιση του Άρη δε θύμιζε ένα παιδί από σπίτι. Ήταν βρώμικος και πεινασμένος.

«Μα πως γίνεται αυτό; Υπάρχει ένα παιδί και δεν αναρωτηθήκατε σε ποιον ανήκει» ρώτησε.

Η απάντηση όμως του καταστηματάρχη ήταν αφοπλιστική.

«Λογικά θα ανήκει σε οικογένεια τσιγγάνων. Εκείνοι τα παρατάνε έτσι και τα στέλνουν στους δρόμους μήπως τα λυπηθεί κανείς και τους δώσει τίποτα να επιστρέψουν στο σπίτι. Βέβαια όπως το βλέπω αυτό το παιδί με αυτά τα δόντια δε μου κάνει εντύπωση να τον παράτησαν. Κοίτα πόσο άσχημο είναι» είπε και γελώντας χαιρέκακα κατέβασε τα ρολά, καληνύχτισε και έφυγε τρέχοντας.

Η Αλίκη είχε πάθει τέτοιο σοκ που δεν πρόλαβε να αρθρώσει λέξη. Έμειναν εκεί με τον Άρη μέσα στο κρύο να κοιτάζουν αποσβολωμένοι τον καταστηματάρχη που περπατούσε βιαστικός μέχρι που χάθηκε στα στενά.

Η Αλίκη τότε αποφάσισε να πάει στην αστυνομία. Όχι εκείνη δε θα τον άφηνε όπως τον άφησαν οι άλλοι. Πήρε τον Άρη αγκαλιά και κατευθύνθηκε προς το αστυνομικό τμήμα της περιοχής της. Έπρεπε να δηλώσει την εξαφάνιση.


Η φιλοξενία 

«Δυστυχώς δε μπορώ να σας βοηθήσω», ήταν οι πρώτες λέξεις του αξιωματικού υπηρεσίας και συνέχισε λέγοντας: «Βλέπετε το συγκεκριμένο παιδί έχει έρθει πολλές φορές στο τμήμα, τον φροντίζουν κάποιοι συνάδελφοι αλλά όσες φορές και αν έχουμε ψάξει την οικογένεια του, δε μπορέσαμε να βρούμε σε ποιον ανήκει. Πρόκειται για κλασσική περίπτωση αθίγγανου παιδιού που τα αφήνουν από μικρά στο δρόμο και δε ενδιαφέρονται καθόλου για την τύχη τους. Λυπάμαι ειλικρινά αλλά δε μπορώ να σας βοηθήσω. Κάποια παιδιά είναι αυτή η μοίρα τους. Να βρίσκουν μόνα τους την άκρη».

Η Αλίκη κάθονταν αμίλητη. Και τώρα τι θα κάνω αναρωτήθηκε; Κοίταξε το χώρο. Κάποιοι κοιτούσαν τον Άρη και γελούσαν ενώ εκείνος καθόταν αμίλητος σε μια γωνιά. Όχι δε θα τον άφηνε εκεί. Δεν του άξιζε ένα κρύο και ψυχρό μέρος. Θα τον έπαιρνε στο σπίτι της. Κάλεσε ταξί και μαζί ξεκίνησαν για την επιστροφή στο σπίτι της.

Σε όλη τη διαδρομή ο Άρης δε μιλούσε, μόνο την κοιτούσε στα μάτια και έπειτα ξάπλωσε στα πόδια της. Από την άλλη η Αλίκη είχε χαθεί στις σκέψεις της. Μα πως γίνεται να χάνεται ένα παιδί και κανείς να μην ενδιαφέρεται; Πως γίνεται οι άνθρωποι να κρίνουν από την εμφάνιση και να μην κοιτάνε την ουσία;

Τις σκέψεις της διέκοψε η φωνή του ταξιτζή.

«Φτάσαμε κυρία».
« Τι σας οφείλω»;
«Είναι πέντε ευρώ»

Η Αλίκη πλήρωσε, άνοιξε την πόρτα και με τον Άρη αγκαλιά κατέβηκε από το ταξί. Κατευθύνθηκε προς το σπίτι της.. Ο Άρης είχε ξυπνήσει και άρχισε να επεξεργάζεται το χώρο. Η Αλίκη τον χάιδεψε και τον προέτρεψε να κάνει μπάνιο για να ξαπλώσει μετά στο κρεβάτι που του είχε βάλει καθαρά σεντόνια. Η βροχή είχε αρχίσει ξανά μόνο που αυτή τη φορά ήταν πιο δυνατή. Οι αστραπές διαδέχονταν η μια την άλλη ενώ οι βροντές έκαναν το μικρό διαμέρισμα να τρέμει.

Η Αλίκη έβαλε τις πιτζάμες της και κάθισε στην αγαπημένη της γωνία δίπλα στο παράθυρο να διαβάσει ένα βιβλίο για να χαλαρώσει πριν κοιμηθεί. Ο Άρης είχε κάτσει στον καναπέ και είχε αποκοιμηθεί. Η Αλίκη τον κοίταξε, χαμογέλασε και τον σκέπασε με μια κουβέρτα. Έσβησε το φως και πήγε να κοιμηθεί. Κάτι είχε αλλάξει μέσα της. Ένιωσε τη χαρά να επανέρχεται στη ζωή της.

Η υιοθεσία

Η επόμενη ημέρα ήταν τελείως διαφορετική. Ο ήλιος είχε προβάλλει από νωρίς και το φως του είχε αρχίσει να διαχέεται μέσα από τις γρίλιες του πατζουριού στο δωμάτιο της. Η Αλίκη ξύπνησε, άνοιξε το παράθυρο και άφησε τον ήλιο να χαρίσει το φως του απλόχερα το δωμάτιο. Κοίταξε τον ουρανό. Δεν της είχε φανεί ποτέ τόσο λαμπερός. Σκέφτηκε κιόλας αυτό που λένε ότι μετά την καταιγίδα έρχεται η νηνεμία και ο ήλιος τη βοήθησε να χαμογελάσει ακόμα περισσότερο.

Κατευθύνθηκε στην κουζίνα να φτιάξει τον καφέ και το πρωινό της. Ο Άρης είχε ξυπνήσει και εκείνος και καθόταν στο κρεβάτι κοιτώντας την. «Καλημέρα» του είπε η Αλίκη και εκείνος χαμογέλασε. Δυστυχώς δεν έχω να σου δώσω κάτι καθώς θα πρέπει να πάω σούπερ μάρκετ αλλά μπορώ να σου δώσω ένα ποτήρι γάλα. Ο Άρης δέχτηκε με ευχαρίστηση το γάλα και το ήπιε μονορούφι.

Λοιπόν, έχω κάποιες ώρες κενό πριν πάω δουλειά είπε η Αλίκη. Τι λες να πάμε μία βόλτα μέχρι το πάρκο. Ο Άρης κούνησε τα αυτιά του χαρούμενος και οι δυο τους ξεκίνησαν για το πάρκο της γειτονιάς.

Μόλις έφτασαν η Αλίκη έβγαλε ένα μπαλάκι, δώρο του πατέρα της από όταν γεννήθηκε, και άρχισε να παίζει με τον Άρη. Μετά έτρεχαν γύρω-γύρω ενώ ο κόσμος τους κοιτούσε περίεργα. Βλέπεις δεν είχαν συνηθίσει να βλέπουν χαρούμενους ανθρώπους. Σε έναν κόσμο σύγχρονο, με την καθημερινότητα και το άγχος να κυριαρχεί, η χαρά, η ανεμελιά και το χαμόγελο ήταν άγνωστες λέξεις στους ανθρώπους.
Ο Άρης συνέχισε να παίζει με την Αλίκη. Άλλες φορές ξάπλωναν και οι δύο στο γρασίδι και κοιτούσαν τον ουρανό και σε κάθε σύννεφο που έβλεπαν έδιναν και από ένα σχήμα.

Κάπως έτσι λοιπόν κυλούσαν τα πρωινά της Αλίκης μέχρι να πάει στη δουλειά. Και αυτή η αλλαγή στη διάθεσή της είχε αρχίσει να φαίνεται πια και στους συναδέλφους της. Ο Άρης ήρθε για να αλλάξει τη ζωή της και εκείνη να αλλάξει τη δική του ζωή. Η αγάπη κυριαρχούσε και τους προστάτευε από την κακία και τα περίεργα βλέμματα του κόσμου. Ο Άρης πλέον είχε γίνει μόνιμος κάτοικος στο μικρό διαμέρισμα της και κάθε ημέρα πλέον ήταν διαφορετική, ενώ η δύναμη που αντλούσε ο ένας από τον άλλον αρκούσε για να ονειρεύονται και να προχωράνε μαζί.

Μια κοινή ζωή

Ο Άρης και η Αλίκη είχαν γίνει πλέον αχώριστοι. Ο Άρης ήταν εκεί για να παρηγορήσει την Αλίκη όταν την κατέκλυζαν οι μαύρες σκέψεις και η Αλίκη ήταν εκεί για να προσφέρει στον Άρη αγάπη και να ενισχύει την αυτοπεποίθησή του κάθε φορά που εκείνος πεταγόταν στον ύπνο του κλαίγοντας. Εκείνη η ημέρα όμως ήταν διαφορετική. Η Αλίκη καθόταν και χάζευε τηλέοραση όταν ξαφνικά άρχισε να νιώθει ένα πνίξιμο και να μουδιάζουν τα χέρια της. Κατάλαβε ότι η κρίση πανικού είχε αρχίσει να επανέρχεται, αν και είχε πολύ καιρό να την πιάσει. Ίσως έφταιγε το άγχος που κυριαρχούσε το τελευταίο διάστημα στη δουλειά της.

Έσκυψε πίσω στον καναπέ και προσπάθησε να χαλαρώσει. Ο Άρης που ήταν ξαπλωμένος δίπλα της ανασήκωσε το κεφάλι και κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά. Πήγε κοντά της, άπλωσε τα χεράκια του πάνω της και άρχισε να τη φιλάει. Η Αλίκη δέχτηκε τα χάδια του και τα φιλιά του, πέρασε όσο πιο ανώδυνα την κρίση πανικού και ξάπλωσε κουρασμένη ψυχολογικά στον καναπέ όπου και αποκοιμήθηκε.

Μέσα σε αυτά τα χρόνια που ο Άρης έμεινε με την Αλίκη, σύνολο κοντά στα εφτά, έζησαν τα πάντα μαζί. Έζησαν το θάνατο του μπαμπά της Αλίκης, έζησαν την αλλαγή στην εμφάνισή της και την απώλεια 78 ολόκληρων κιλών. Έζησαν και άλλες κρίσεις πανικού, επιτυχίες επαγγελματικές και προσωπικές, έκαναν ταξίδια, έζησαν κάθε μικρή και μεγάλη στιγμή, μοιράστηκαν την καθημερινότητα τους και της έδωσαν ζωή και κυρίως έμαθαν τι σημαίνει ανιδιοτελής αγάπη, τι σημαίνει πίστη και αφοσίωση και ορκίστηκαν ο ένας στον άλλον ότι θα είναι εκεί μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος.

Ένα τέλος, μια νέα αρχή

Φτάνοντας στο σήμερα, έπειτα από εφτάμιση ολόκληρα χρόνια, αυτή η ημέρα βρήκε την Αλίκη να κάθεται στον υπολογιστή της και να γράφει. Ο Άρης είχε κουρνιάσει δίπλα της και κοιμόταν με ένα γαλήνιο ύπνο. Η Αλίκη είχε αποφασισεί να γράψει ένα μικρό διήγημα για τον πιο πιστό της φίλο.
Όχι κάτι σημαντικό. Μία μικρή ιστορία με τη γνωριμία τους και τη σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ τους. Για την απρόσμενη εμφάνιση του Άρη στη ζωή της και πως κατάφεραν μέσα από τη διαρκή επαφή και αγάπη να αλλάξουν τη ζωή τους.

Πως ένα τετράποδο παιδί μπορεί να μάθει σε έναν άνθρωπο τι σημαίνει ζωή. Πως μπορεί να πάρει παράδειγμα από εκείνο, που χαίρεται με τα πιο απλά όπως μία βόλτα ή ένα παιχνίδι. Πως κουνάει την ουρά του κάθε φορά που μπαίνει ο μπαμπάς ή η μαμά του στο σπίτι. Πως γαβγίζει και διεκδικεί κάθε φορά αυτό που θέλει και στο τέλος θα το πετύχει. Πως μπορεί με ένα βλέμμα του να διώξει μακριά τη λύπη και το άγχος σου. Πως εν τέλει μπορεί ένα σκυλί να δείξει στους ανθρώπους να ζούνε σα να μην υπάρχει αύριο. Να χαίρονται κάθε στιγμή τους. Να αγαπάνε και να δίνονται ολοκληρωτικά. Ναι λοιπόν, ο Άρης ήταν ένα σκύλος βρώμικος, πεινασμένος, που είχε βιώσει την απόρριψη όπως ακριβώς και οι άνθρωποι λόγω της εμφάνισής του. Ένας σκύλος που δεν το έβαλε όμως κάτω. Έφυγε από ένα περιβάλλον κακοποιητικό και πήρε τη ζωή στα χέρια του. Ένας σκύλος που βρήκε στην Αλίκη όλα αυτά που του έλειπαν. Ένας σκύλος που έμαθε στην Αλίκη αλλά και στην οικογένειά της τι σημαίνει ζωή.

Ακόμα και τώρα αυτή τη στιγμή που η Αλίκη γράφει το μικρό διήγημα εκείνος την κοιτάει με τα στρογγυλά καφέ μάτια και τα πεταχτά δοντάκια του και χαμογελάει. Χαμογελάει για όλα εκείνα που είδε σε εκείνη και για αυτά που είδε η Αλίκη σε εκείνον. Χαμογελάει γιατί ξέρει τι σημαίνει αγάπη.
Όσο για την Αλίκη θα συνεχίσει να προσφέρει στον Άρη όσα χρόνια έχει ακόμα να ζήσει ότι μπορεί περισσότερο. Μα κυρίως θα συνεχίσει να τον αγαπάει, να τον θεωρεί ως το παιδί της και ας γελάνε οι περισσότεροι με αυτό το χαρακτηρισμό. Θα τον προσέχει και θα τον νοιάζεται και κάθε ημέρα θα ευγνωμονεί τον Θεό που της έδωσε αυτή την ευκαιρία να μάθε μέσα από τον Άρη τι σημαίνει πραγματική αγάπη και αφοσίωση. Μα κυρίως τον ευχαριστεί γιατί μέσα από τον Άρη θωράκισε περισσότερο τον εαυτό της απέναντι στο διαφορετικό και πλέον έγινε υπερασπίστρια όλων εκείνων που διαφέρουν από τα πρότυπα της κοινωνίας.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει. Οι λέξεις πλέον λιγοστεύουν. Το μικρό διήγημα κάπου τελειώνει. Όχι όμως και η σχέση του Άρη και της Αλίκης. 

 Αυτή….Συνεχίζεται!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου