«Άδεια η πόλη, που πήγαν όλοι» λέει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου σε ένα τραγούδι του και ίσως είναι ο καλύτερος τρόπος να ξεκινήσω να γράφω τις σκέψεις μου..
Προχθές, λοιπόν, αποφάσισα να «σπάσω» την καραντίνα και να κατέβω μεσημεράκι Χαλκίδα να πάω τράπεζα, καθώς δε μπορούσα να κάνω τη συναλλαγή που ήθελα με τους ηλεκτρονικούς τρόπους πληρωμής.. Τη «χαρά» μου που θα έβγαινα λίγο από το σπίτι όμως διαδέχτηκε γρήγορα η λύπη..
Ένιωσα λες και πρωταγωνιστώ σε κάποια ταινία από αυτές που επιβιώνεις από κάποια καταστροφή και βγαίνεις έξω θέλοντας να χτίσεις τον κόσμο από την αρχή. Δρόμοι έρημοι μόνο τα φύλλα από τον αέρα και κάτι σκουπιδάκια που τα έπαιρνε και τα έφερνε ο αέρας υπήρχαν στο δρόμο. Αυτοκίνητα παρκαρισμένα στη γωνιά του δρόμου, ξεχασμένα μέρες με κάποια από αυτά να έχουν αρχίσει να πιάνουν σκόνη και να έχουν λερωθεί από τη βροχή. Καταστήματα κλειστά, μόνο λίγο η μυρωδιά από κάνα φαγάδικο να σε έκανε να νιώθεις για λίγο ότι υπάρχει ζωή. Α και κάποιοι περαστικοί, ελάχιστοι με μάσκες και γάντια.. Και ο καιρός συνέχιζε να παραμένει μουντός, τα σύννεφα μαζεύονταν και η κακοκαιρία έπαιρνε τη θέση που της άρμοζε.
Συνέχισα να περπατάω και να χάνομαι στις σκέψεις μου. Πως άλλαξε έτσι ξαφνικά η καθημερινότητά μας; Πως σταματήσαμε να αγκαλιάζουμε, να βλέπουμε και να φιλάμε τους ανθρώπους μας; Πως ξαφνικά νιώσαμε στην ίδια μας την πόλη την αποξένωση και την ερημιά; Πόσο δύσκολο είναι πια να πάμε για έναν καφέ ή μια βόλτα στην παραλία και στη θάλασσα χωρίς να χρειαστεί να το αναφέρουμε σε κανέναν; Πόσο άσχημο είναι να βλέπεις ένα φίλο ή μια φίλη και να μη μπορείς να ο χαιρετίσεις εγκάρδια αλλά από απόσταση και με ένα βλέμμα καχυποψίας και μια σκέψη φόβου : «Και αν έχει κάτι και με κολλήσει»;. Πόσο άσχημο συναίσθημα είναι όταν παίρνεις το τελευταίο προϊόν από το ράφι του σούπερ μάρκετ ή από το φαρμακείο και κοιτάς αυτόν που είναι πίσω σου και σκέφτεσαι: «Στο στερώ από εσένα που έχεις την ίδια ανάγκη με εμένα και δε μπορώ να σε βοηθήσω».
Πόσο θέλω να κάτσω σε ένα παγκάκι ξανά για λίγο. Για κάποια λεπτά. Να μείνω με τις σκέψεις μου, να γράψω κάτι που θέλω, χωρίς να φοβάμαι μήπως κολλήσω κάτι ή μήπως ξαφνικά βρεθώ με 150€ πρόστιμο επειδή θέλησα να απολαύσω την ηρεμία του πάρκου ή της θάλασσας. Πόσο θέλω να κάνω μια μεγάλη αγκαλιά τη μαμά μου και τα αδέρφια μου, να τους φιλήσω και να τους πω πόσο τους αγαπάω χωρίς να φοβάμαι μήπως τους κολλήσω οτιδήποτε. Πόσο θέλω να δω το αγόρι μου και να μηδενίσω την απόσταση. Να χωθώ στην αγκαλιά του, να μου πιάσει το χέρι και να μου πει μη φοβάσαι. Όλα καλά θα πάνε. Πόση ανάγκη έχω ρε γαμώτο να ξυπνήσω αύριο και όλα αυτά να είναι ένα κακό όνειρο, ένας εφιάλτης που με έκανε να αναθεωρήσω πολλά..
Όμως ξέρετε κάτι; Προσπαθώ ακόμα και μέσα σε αυτή τη μαυρίλα να σκεφτώ αισιόδοξα. Να οπλιστώ με δύναμη και υπομονή και να ελπίζω για το καλύτερο. Να δώσω θάρρος πρώτα σε εμένα και έπειτα στους ανθρώπους μου. Να χαμογελάσω και να σκεφτώ το καλοκαίρι. Να αναθεωρήσω πράγματα που μέχρι τώρα είχα δεδομένα και να αρχίσω να τα εκτιμώ περισσότερα. Να ελπίζω σε κάποια μικρή αλλαγή αυτού του κόσμου όταν τελειώσει όλο αυτό. Να ονειρευτώ ξανά αγκαλιές, φιλιά, συζητήσεις, βόλτες στην παραλία και στο βουνό, μπάνια στη θάλασσα, ταβερνάκια με μεζέδες και τη ζέστη του καλοκαιριού να με κατακλύζει. Ναι, προσπαθώ καθημερινά να φτιάχνω όμορφες εικόνες στο μυαλό μου και να προσαρμόζω τη ζωή μου στα νέα δεδομένα.
Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο αλλά αν πράγματι όλο αυτό είναι ένας πόλεμος επιλέγω να βγω νικήτρια. Επιλέγω να προστατεύσω εμένα και τους ανθρώπους μου. Επιλέγω να γεμίσω τα όπλα μου με δύναμη, πείσμα και αισιοδοξία. Επιλέγω, προς το παρόν, την ασφάλεια και τη ζεστασιά του σπιτιού μου. Τη ζεστασιά ενός βιβλίου η μερικών ασκήσεων γυμναστικής. Επιλέγω να δεθώ περισσότερο με την οικογένειά μου και να τους χορτάσω όσο περισσότερο μπορώ πριν επιστρέψω στην καθημερινότητα και τις συνήθειες μου.
Μένω σπίτι μου αλλά επιμένω στα όνειρα, τα χαμόγελα και τις θετικές σκέψεις. Αυτά κανείς δε μπορεί να μου τα στερήσει.
Προχθές, λοιπόν, αποφάσισα να «σπάσω» την καραντίνα και να κατέβω μεσημεράκι Χαλκίδα να πάω τράπεζα, καθώς δε μπορούσα να κάνω τη συναλλαγή που ήθελα με τους ηλεκτρονικούς τρόπους πληρωμής.. Τη «χαρά» μου που θα έβγαινα λίγο από το σπίτι όμως διαδέχτηκε γρήγορα η λύπη..
Ένιωσα λες και πρωταγωνιστώ σε κάποια ταινία από αυτές που επιβιώνεις από κάποια καταστροφή και βγαίνεις έξω θέλοντας να χτίσεις τον κόσμο από την αρχή. Δρόμοι έρημοι μόνο τα φύλλα από τον αέρα και κάτι σκουπιδάκια που τα έπαιρνε και τα έφερνε ο αέρας υπήρχαν στο δρόμο. Αυτοκίνητα παρκαρισμένα στη γωνιά του δρόμου, ξεχασμένα μέρες με κάποια από αυτά να έχουν αρχίσει να πιάνουν σκόνη και να έχουν λερωθεί από τη βροχή. Καταστήματα κλειστά, μόνο λίγο η μυρωδιά από κάνα φαγάδικο να σε έκανε να νιώθεις για λίγο ότι υπάρχει ζωή. Α και κάποιοι περαστικοί, ελάχιστοι με μάσκες και γάντια.. Και ο καιρός συνέχιζε να παραμένει μουντός, τα σύννεφα μαζεύονταν και η κακοκαιρία έπαιρνε τη θέση που της άρμοζε.
Συνέχισα να περπατάω και να χάνομαι στις σκέψεις μου. Πως άλλαξε έτσι ξαφνικά η καθημερινότητά μας; Πως σταματήσαμε να αγκαλιάζουμε, να βλέπουμε και να φιλάμε τους ανθρώπους μας; Πως ξαφνικά νιώσαμε στην ίδια μας την πόλη την αποξένωση και την ερημιά; Πόσο δύσκολο είναι πια να πάμε για έναν καφέ ή μια βόλτα στην παραλία και στη θάλασσα χωρίς να χρειαστεί να το αναφέρουμε σε κανέναν; Πόσο άσχημο είναι να βλέπεις ένα φίλο ή μια φίλη και να μη μπορείς να ο χαιρετίσεις εγκάρδια αλλά από απόσταση και με ένα βλέμμα καχυποψίας και μια σκέψη φόβου : «Και αν έχει κάτι και με κολλήσει»;. Πόσο άσχημο συναίσθημα είναι όταν παίρνεις το τελευταίο προϊόν από το ράφι του σούπερ μάρκετ ή από το φαρμακείο και κοιτάς αυτόν που είναι πίσω σου και σκέφτεσαι: «Στο στερώ από εσένα που έχεις την ίδια ανάγκη με εμένα και δε μπορώ να σε βοηθήσω».
Πόσο θέλω να κάτσω σε ένα παγκάκι ξανά για λίγο. Για κάποια λεπτά. Να μείνω με τις σκέψεις μου, να γράψω κάτι που θέλω, χωρίς να φοβάμαι μήπως κολλήσω κάτι ή μήπως ξαφνικά βρεθώ με 150€ πρόστιμο επειδή θέλησα να απολαύσω την ηρεμία του πάρκου ή της θάλασσας. Πόσο θέλω να κάνω μια μεγάλη αγκαλιά τη μαμά μου και τα αδέρφια μου, να τους φιλήσω και να τους πω πόσο τους αγαπάω χωρίς να φοβάμαι μήπως τους κολλήσω οτιδήποτε. Πόσο θέλω να δω το αγόρι μου και να μηδενίσω την απόσταση. Να χωθώ στην αγκαλιά του, να μου πιάσει το χέρι και να μου πει μη φοβάσαι. Όλα καλά θα πάνε. Πόση ανάγκη έχω ρε γαμώτο να ξυπνήσω αύριο και όλα αυτά να είναι ένα κακό όνειρο, ένας εφιάλτης που με έκανε να αναθεωρήσω πολλά..
Όμως ξέρετε κάτι; Προσπαθώ ακόμα και μέσα σε αυτή τη μαυρίλα να σκεφτώ αισιόδοξα. Να οπλιστώ με δύναμη και υπομονή και να ελπίζω για το καλύτερο. Να δώσω θάρρος πρώτα σε εμένα και έπειτα στους ανθρώπους μου. Να χαμογελάσω και να σκεφτώ το καλοκαίρι. Να αναθεωρήσω πράγματα που μέχρι τώρα είχα δεδομένα και να αρχίσω να τα εκτιμώ περισσότερα. Να ελπίζω σε κάποια μικρή αλλαγή αυτού του κόσμου όταν τελειώσει όλο αυτό. Να ονειρευτώ ξανά αγκαλιές, φιλιά, συζητήσεις, βόλτες στην παραλία και στο βουνό, μπάνια στη θάλασσα, ταβερνάκια με μεζέδες και τη ζέστη του καλοκαιριού να με κατακλύζει. Ναι, προσπαθώ καθημερινά να φτιάχνω όμορφες εικόνες στο μυαλό μου και να προσαρμόζω τη ζωή μου στα νέα δεδομένα.
Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο αλλά αν πράγματι όλο αυτό είναι ένας πόλεμος επιλέγω να βγω νικήτρια. Επιλέγω να προστατεύσω εμένα και τους ανθρώπους μου. Επιλέγω να γεμίσω τα όπλα μου με δύναμη, πείσμα και αισιοδοξία. Επιλέγω, προς το παρόν, την ασφάλεια και τη ζεστασιά του σπιτιού μου. Τη ζεστασιά ενός βιβλίου η μερικών ασκήσεων γυμναστικής. Επιλέγω να δεθώ περισσότερο με την οικογένειά μου και να τους χορτάσω όσο περισσότερο μπορώ πριν επιστρέψω στην καθημερινότητα και τις συνήθειες μου.
Μένω σπίτι μου αλλά επιμένω στα όνειρα, τα χαμόγελα και τις θετικές σκέψεις. Αυτά κανείς δε μπορεί να μου τα στερήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου