Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

ΜΙΑ ΛΑΤΕΡΝΑ

Είναι βρε παιδί μου κάποιοι άνθρωποι.. Θέλοντας και μη σου ξυπνάνε αναμνήσεις, συναισθήματα, αρκεί απλά να σου δώσουν ένα ερέθισμα..

Ένα τέτοιο ερέθισμα μου έδωσε και η φίλη μου η Ιωάννα...

Είναι ο ήχος της λατέρνας λοιπόν που μου ξύπνησε τόσες αναμνήσεις..

Εκείνος ο κύριος που βλέπεις να περνάει κάτω από το παράθυρο σου ταξιδεύοντας σου σε εκείνες τις παλιές εποχές.

Σε εκείνες τις γειτονιές με τα ασπρόρουχα να είναι απλωμένα σε σκοινιά, τις γυναίκες να μαγειρεύουν με ανοιχτά παράθυρα, τις γλάστρες να κοσμούν παράθυρα και μπαλκόνια και τα παιδιά να παίζουν ποδόσφαιρο σε εκείνες τις αχανείς αλάνες βάζοντας ως όρια του τέρματος τενεκεδάκια.

Και ύστερα απογεύματα πια οι γυναίκες αφού ξεπροβοδίζουν τους άντρες τους που πάνε στο καφενείο της πλατείας για ταβλάκι και καφεδάκι, να κάθονται στις αυλές ή έξω από την πόρτα τους, σε εκείνους τους μικρούς πεζόδρομους, είτε δύο-δύο, είτε παρέες μεγάλες , απολαμβάνοντας καφέ, γελώντας δυνατά και συζητώντας για την ημέρα τους. Πως ήταν και πως θα είναι η επόμενη.

Πιο εκεί, τα παιδιά έχουν αφήσει το ποδόσφαιρο και επιδίδονται σε κρυφτό, κυνηγητό, αγαλματάκια ακούνητα και τόσα άλλα παρείστικα παιχνίδια. «Πέντε, δέκα, δεκαπέντε» το μέτρημα ακόμα ηχεί στα αυτιά μου ή εκείνο το «Αγαλματάκια ακούνητα μέρα ή νύχτα».

Κάποια άλλα παιδιά πάλι κάνουν ποδήλατο, άλλα κάνουν σκοινάκι και κάποια άλλα απλά κάθονται και συζητάνε.

Τα πιο μεγάλα παιδιά πάλι κρυφοκοιτάνε το ένα το άλλο. Είναι η ηλικία του έρωτα, της αγάπης, της εξερεύνησης. Είναι η ηλικία που αρχίζουν και εκείνα να μπαίνουν στον κόσμο της ενηλικίωσης.

Εκείνης της εποχής του αγνού και άδολου έρωτα, εκείνου του έρωτα που σου δημιουργούσε και ίσως ακόμα σου δημιουργεί σκιρτήματα στο στομάχι, σε κάνει να ανατριχιάζεις σε κάθε άγγιγμα, σε κάνει να χάνεις την όρεξη σου.. Σε εκείνον τον έρωτα που σε πληγώνει αλλά και σε κάνει να ονειρεύεσαι...

Και ύστερα έρχεται η νύχτα..Το νυχτολούλουδο διαχέει το άρωμα του σε όλη τη γειτονιά. Οι φωνές χαμηλώνουν. Οι άντρες έχουν επιστρέψει στα σπίτια. Οι μανάδες φωνάζουν τα παιδιά να μαζευτούν για να φάνε όλοι μαζί.. Όχι δεν τα παίρνουν στα κινητά..Αρκεί να βγούνε στην πόρτα...

Η νύχτα προχωρά και οι γειτονιές ηρεμούν. Τα γέλια έχουν πια δώσει τη θέση τους σε ψίθυρους. Μάρτυς των ανθρώπων; Τα αστέρια και το φεγγάρι..

Κάποια σκυλιά κοιμούνται και αυτά ήρεμα στα χαλάκια των σπιτιών... Το φως από τα κεριά που κοσμούν το τραπεζάκι της αυλής σπάει τη σκοτεινιά της νύχτας...

Και κάπου εκεί ακούς ξανά τον λατερνατζή...Συνεχίζει να παίζει τη λατέρνα του, προσπαθώντας να δώσει στους ανθρώπους λίγα από τα συναισθήματά του. Να τους δώσει κάτι από μία μελωδία, με στόχο να τους ξυπνήσει συναισθήματα, να τους προτρέψει να ζήσουν τις στιγμές τους για να τις έχουν εφόδιο στο μέλλον. Να μην παύουν να ονειρεύονται αλλά να ελπίζουν...

Για κάποιους μπορεί η λατέρνα να μην είναι κάτι σημαντικό. Για μένα όμως, όπως την έχω δει από μικρή όχι μόνο στις ταινίες αλλά και σε εκείνη την παλιά μου γειτονιά και έπειτα στη Χαλκίδα τότε και τώρα, μου ξυπνάει αναμνήσεις. Με κάνει να ταξιδεύω σε ένα παρελθόν όμορφο, γεμάτο συναισθήματα και όνειρα. Ένα παρελθόν σε μία παιδική ηλικία που δε θα την άλλαζα με τίποτα..

Στην παιδική ηλικία του ποδοσφαίρου, των παιχνιδιών, της αγνής και άδολης αγάπης. Σε εκείνη την ηλικία των χτυπημάτων και των γρατζουνιών στα γόνατα και στα χέρια. Σε εκείνη την ηλικία των μικρών γειτονιών με τους πεζόδρομους, σε εκείνη την ηλικία του χωριού με τη μυρωδιά των νυχτολούλουδων...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου