Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΚΟΥΚΛΑΣ

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μία κούκλα. Ήταν τόσο όμορφη που όλοι τη ζήλευαν. Κανείς δεν ήξερε που άνηκε ή από που προήλθε.

Κάποιοι λένε ότι αυτή η κούκλα αυτή άνηκε σε ένα κοριτσάκι. Ήταν δώρο της μαμάς της από όταν γεννήθηκε. Ήταν τόσο όμορφη. Όλοι έλεγαν το δώρο της γέννησης..

Και η κούκλα μεγάλωνε μαζί με το κοριτσάκι και γίνονταν και οι δύο τόσο όμορφες... Ώσπου μία ημέρα και ενώ την είχε στην τσάντα της το κοριτσάκι, ένα φριχτό ατύχημα ήρθε και ανέτρεψε τα δεδομένα με αποτέλεσμα τον τραυματισμό τους.

Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και υπερβολική ταχύτητα από τον άλλο οδηγό έγραψαν τότε οι εφημερίδες... Και το κοριτσάκι νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο, πάλεψε γερά και τελικά κατάφερε να γίνει καλά. Όχι όμως και η κούκλα, η οποία εγκαταλείφθηκε στο δρόμο έχοντας χάσει το ένα πόδι της. Και η κούκλα μάταια φώναζε το κοριτσάκι να την πάρει μαζί της. Φώναζε τους γιατρούς, τους νοσοκόμους. Κανείς δεν την άκουγε. Έμεινε εκεί στο δρόμο να κοιτάζει τα αυτοκίνητα που απομακρύνονταν..

Οι μέρες περνούσαν και η κούκλα εκεί. Πεταμένη στη γωνία του πεζοδρομίου, βρώμικη, γεμάτη σημάδια από λάσπες στο πρόσωπο και τα ρούχα της, χιλιοπατημένη από τους ανθρώπους και κανείς δε νοιάζονταν. Και κάθε ημέρα έκλαιγε και περίμενε να δει ξανά το κοριτσάκι, να την πάρει αγκαλιά, να την κάνει μπάνιο και να κοιμηθούν πάλι μαζί.. Όμως κανείς δεν ερχόταν.

Κάποια, ελάχιστα, παιδιά την έβλεπαν όμως οι γονείς τους ,τους φώναζαν να απομακρυνθούν και να την αφήσουν γιατί ήταν βρώμικη, της έλειπε ένα πόδι και είχε πολλά μικρόβια. Η κούκλα ήταν πολύ στεναχωρημένη, κρύωνε και περίμενε να έρθει το τέλος της.

Ώσπου ένα απόγευμα ένιωσε κάτι χέρια να τη σηκώνουν ψηλά.

«Τι όμορφη που είσαι. Α και σου λείπει και εσένα ένα πόδι, όπως και εμένα» είπε ένα μικρό κοριτσάκι με φτωχικά ρούχα όμως με ένα τόσο φωτεινό χαμόγελο και δύο σπινθηροβόλα μάτια.

«Μη φοβάσαι. Θα σε φροντίσω εγώ. Μπορεί να μην έχω πολλά χρήματα όμως όσο έχουμε η μία με την άλλη όλα θα πάνε καλά» είπε και ξεκίνησαν για το σπίτι.

Και το κοριτσάκι έπλυνε την κούκλα και της άλλαξε και ρούχα. Την τάισε γάλα, τις έδωσε νερό, της έβαλε και ένα πρόσθετο πόδι που βρήκε ανάμεσα στα παιχνίδια της και ύστερα την πήρε αγκαλιά και ξάπλωσαν στο κρεβάτι της και κοιμήθηκαν σε ένα βαθύ ύπνο. Πόσο καιρό είχε να κοιμηθεί σε μία αγκαλιά τόσο ζεστή αναρωτήθηκε η κούκλα. Να νιώσει και πάλι το αίσθημα της στοργής, της φροντίδας, της αγάπης, της θαλπωρής.

Tην επόμενη ημέρα το κοριτσάκι πήγε στο σχολείο και όλοι θαύμαζαν την ωραία κούκλα της. Όχι, δεν ήταν που φορούσε ωραία ρούχα. Άλλωστε τα ρούχα της ήταν μπαλωμένα από παλιά υφάσματα. Ούτε το ότι έκανε μπάνιο και καθάρισε από τις λάσπες. Ούτε το είχε ένα ψεύτικο πόδι. Ήταν απλά ότι ήταν ευτυχισμένη. Όχι επειδή την αποδέχονταν αλλά επειδή βρήκε κάποιον που την εκτίμησε για αυτό που ήταν. Που είδε μέσα στη «βρωμιά» την πραγματική ομορφιά. Εκείνο το κοριτσάκι που δεν έμεινε στην εικόνα μιας κουρελιασμένης κούκλας με ένα πόδι αλλά κοίταξε πίσω από αυτή και θέλησε να της δώσει μία δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.

H κούκλα έζησε ευτυχισμένη με το κοριτσάκι. Και το κοριτσάκι μεγάλωσε, σπούδασε και έγινε μία μεγάλη επιχειρηματίας. Και κανείς ποτέ δεν έμαθε ότι όλα τα παιδικά της χρόνια τα πέρασε σε ένα ξεφτισμένο στρώμα σε εκείνη τη μικρή σοφίτα με το φεγγίτη από πάνω από το κρεβάτι της. Ένα φεγγίτη που της επέτρεπε να κοιτάει τον έναστρο ουρανό και να ονειρεύεται, παρέα με την κούκλα της. Μέχρι που οι δυο μαζί κοιμόντουσαν αγκαλιά..

Και το ένα ψεύτικο πόδι της δε στάθηκε εμπόδιο να πραγματοποιήσει τα όνειρα της. Ίσα-ίσα που έχοντας την αγάπη της οικογένειας της θωράκισε τον εαυτό της από τις προσβολές, κοίταξε τον κόσμο κατάματα και στάθηκε γενναία απέναντι του. Ήξερε ότι δεν ήταν κατώτερη του αλλά ίση με αυτόν και ας είχε και ένα πόδι λιγότερο..

Όσο για την κούκλα; Δόθηκε ως δώρο στην κόρη της.. Και ήταν τόσο χαρούμενη. Τώρα πια φορούσε πιο όμορφα ρούχα όμως δεν την ένοιαζε αυτό. Την ένοιαζε ότι είχε απλά μια οικογένεια να την αγαπάει. Και ας είχε ένα πόδι λιγότερο.. Αυτό δεν την εμπόδισε να είναι ευτυχισμένη.

Αυτό που την εμπόδιζε όσο ήταν στο δρόμο ήταν η απονιά και η αδιαφορία του κόσμου. Ο φόβος του απέναντι σε καθετί διαφορετικό, σε καθετί που δεν εμπίπτει στα όμορφα στερεότυπα της κοινωνίας μας και άρα αυτόματα είναι απορριπτέο. Η σκληρότητα που δείχνει η κοινωνία στη μη αποδοχή του διαφορετικού. Ναι, αυτό την εμπόδιζε..

Όμως ποτέ δεν έχασε την ελπίδα της για το καλύτερο. Την ελπίδα και την προσμονή ότι κάπου εκεί έξω υπάρχει εκείνος ο άγγελος, ο δικός της άγγελος.. Και τον βρήκε στο πρόσωπο εκείνου του μικρού κοριτσιού. Και από τότε..δε φοβήθηκε ποτέ ξανά..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου