Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ....

Και αν τα όνειρα τελικά βγαίνουν αληθινά;; Άγνωστο αλλά όχι μη εφικτό....

Καλή ανάγνωση...

Ήταν κάποτε ένα κορίτσι και ήθελε κάτι να γράψει.. Πήρε χαρτί και μολύβι και ξεκίνησε.. Και έγραφε και έγραφε, όμως κάποια στιγμή σταμάτησε. Δε μπορούσε να γράψει άλλο.... Έγραψε μόνο μία πρόταση και μετά κενό. Η έμπνευση φαίνεται ότι την είχε αφήσει..

«Πως θα γράψω» αναρωτήθηκε..

«Ίσως αν ταξιδέψεις, να βρεις την έμπνευση» της είπε ο φίλος της ο Μένιος.

Ο Μένιος ήταν ένας καφές μακρύς σκύλος με δυο τεράστια αυτιά και δύο μαύρα μάτια. Είχε γνωριστεί με την Αθηνά ένα κρύο χειμωνιάτικο πρωί. Σαν τώρα θυμάται η Αθήνα πως το βρήκε παρατημένο και κακοποιημένο δίπλα σε έναν κάδο.. Το πήρε στην αγκαλιά της, το πήγε στο γιατρό και με τα δυο μάτια της τον ικέτεψε να το σώσει.. Και έτσι και έγινε.. Από τότε ο Μένιος και η Αθήνα έγιναν αχώριστοι.. Παντού και πάντα μαζί...

«Να φύγεις» της ξαναείπε ο Μένιος και συνέχισε «Να φύγεις και να γυρίσεις τον κόσμο»

«Και εσύ; Δε σε αφήνω μόνο σου εδώ. Θα έρθεις μαζί μου».

Έτσι και έγινε. Ένα πρωινό πριν ο ήλιος καλά-καλά να φέξει η Αθηνά με το Μένιο ξεκίνησαν το ταξίδι τους..

Πέρασαν χωριά, πέρασαν πολιτείες.. Άλλες είχαν κόσμο, πολύ κόσμο και άλλες ήταν έρημες και ξεχασμένες από τους ανθρώπους..

Διέσχισαν δάση και ποτάμια.. Γνώρισαν λογιών-λογιών ζώα, είδαν τόπους μακρινούς και μαγικούς. Ήπιαν κρυστάλλινο νερό από τις πηγές, ανέπνευσαν οξυγόνο από τα δάση, απόλαυσαν μεσημεριανό ύπνο και ύστερα τα βράδια κουρνιασμένοι και οι δύο στις κουφάλες των δέντρων κοιμόντουσαν μέχρι να ξημερώσει και να απολαύσουν την ανατολή από πολύ κοντά...

Μία ημέρα και ενώ ταξίδευαν συνάντησαν ένα ζευγάρι. Ήταν το πιο περίεργο ζευγάρι που είχαν δει.. Ένας χοντρούλης, κοντούλης και σκουρόχρωμος κύριος και μία ψηλή, λεπτή και λευκή κυρία στέκονταν μπροστά τους.

«Για που το βάλατε;» ρώτησαν την Αθηνά και τον Μένιο

«Ταξιδεύω για να βρω την έμπνευση και να γράψω» είπε η Αθηνά

«Και για τι θες να γράψεις;» ρώτησε η ψηλή κυρία

«Δε ξέρω» απάντησε η Αθηνά.

«Γιατί δε γράφεις για την αγάπη» της είπες ο κοντούλης κύριος.

«Μα δε ξέρω από αυτή»

«Και για αυτό σκας; Θα σε βοηθήσουμε εμείς. Να δες μας. Φαινομενικά είμαστε τόσο διαφορετικοί. Διαφορετικοί σωματότυποι, διαφορετικές εθνικότητες. Πάντα και παντού οι άνθρωποι μας κοιτάνε περίεργα. Όμως δε μας απασχολεί. Ξέρουμε ότι έχει ο ένας τον άλλον. Ο Μοχάμεντ μπορεί απλά κοιτώντας με στα μάτια να καταλάβει όλα όσα νιώθω, όλα όσα θέλω να πω. Και πάντα με στηρίζει, σε ότι και αν αποφασίσω, σε ότι και αν θέλω να πράξω. Όμως και εγώ, η Σοφία Γιάμπογλου ζω και αναπνέω μόνο για εκείνον. Δε με νοιάζει αν είναι μαύρος ή ξένος ή αλλοδαπός ή όπως αλλιώς θέλουν να τον πούνε. Για μένα είναι άνθρωπος, ο δικός μου άνθρωπος. Και είμαι έτοιμη να τον ακολουθήσω όπου και αν πάει. Βλέπεις μικρό μου, η αληθινή αγάπη δε μετράει εμφανίσεις, χρώματα και αριθμούς. Μετράει ανθρώπους, χαρακτήρες, (συν)αισθήματα. Θα το δεις και εσύ μεγαλώνοντας. Ο έρωτας περνάει, η εμφάνιση χαλάει, αυτό που μένει όμως στο τέλος είναι η αγάπη και είναι ικανή να νικήσει κάθε εμπόδιο».

«Άρα η αγάπη είναι μία μίξη ενός λευκού και ενός μαύρου χρώματος. Είναι εκείνη η μίξη που δημιουργεί το γκρι για να μπορεί να ταιριάξει και με άλλα χρώματα. Να συμπληρώσει τα κενά που δημιουργεί η μοναξιά του κάθε χρώματος. Ίσως λοιπόν αυτό να είναι η αγάπη» είπε η Αθηνά.

Οι δυο παράξενοι άνθρωποι γέλασαν και κίνησαν να φύγουν..

«Μας συγχωρείς όμως τώρα, το δικό μας ταξίδι μας περιμένει. Να προσέχεις και να φροντίζεις τον εαυτό σου. Θα τα ξαναπούμε».

Η Αθηνά έκατσε στη σκιά ενός δέντρου και ξεκίνησε να γράφει.. Δίπλα ο Μένιος την παρατηρούσε και κάθε σελίδα που γέμιζε κουνούσε χαρούμενος την ουρά του...

Και ξεκίνησαν να προχωράνε. Στο δρόμο τους συνάντησαν ένα μικρό αγόρι, που έπαιζε σε μία μεγάλη αυλή. Σαν τους είδε τους πλησίασε και με γλυκιά φωνή της είπε: «Γεια σου.. Τι γυρεύεις εδώ;

Ο σκυλάκος δίπλα σου δαγκώνει; Μπορώ να τον χαιδέψω»;

«Ναι φυσικά. Ο Μένιος είναι πολύ ήρεμος» είπε η Αθηνά.

Το μικρό αγόρι έσκυψε και τον χάιδεψε. Έπειτα ρώτησε την Αθηνά: « Τι γυρεύεις εδώ δε μου είπες».

«Γυρεύω την έμπνευση» είπε η Αθηνά.

«Έμπνευση; Τι είναι έμπνευση»;

«Γυρεύω να γράψω κάτι σε αυτά τα κενά χαρτιά» του είπε και έδειξε το μπλε τετράδιο.

«Α, κάτι σαν παραμύθι» συμπλήρωσε το αγόρι και συνέχισε: « Και γιατί δε γράφεις για το πείσμα»;

«Τι εννοείς»;

«Να κοίτα» της είπε το αγόρι και σήκωσε το παντελόνι του. Έχω ψεύτικο πόδι. Από τι μου έχουν πει οι γονείς μου όταν ήμουν πιο μικρός ένας μεθυσμένος οδηγός με χτύπησε με το αμάξι και χρειάστηκε να μου κόψουν το πόδι. Οι γονείς μου τα έχασαν. Πως θα αντιμετώπιζαν τον κόσμο τώρα; Πως θα προφύλασσαν το παιδί τους από την κακία των ανθρώπων; Από τη φοβία που νιώθουν σε καθετί διαφορετικό; Έφυγαν από την πόλη και ήρθαμε εδώ στην εξοχή. Με φροντίζουν και με αγαπάνε το ίδιο αλλά και περισσότερο. Με έμαθαν να είμαι δυνατός και να μάχομαι για το καλύτερο. Ήδη με τον μπαμπά μου αρχίσαμε και τρέχουμε και αθλούμαστε. Όνειρο μου; Να εκπροσωπήσω την πατρίδα μου στους Ολυμπιακούς. Και μπορεί εκείνη να μη με στηρίζει όπως θα έπρεπε όμως εγώ θα το κάνω. Θα την κάνω περήφανη, να το θυμάσαι».

«Άρα το πείσμα πηγάζει από μέσα μας. Είναι εκείνη η κινητήρια δύναμη για να πάμε παρακάτω τη ζωή μας. Να κυνηγήσουμε τα όνειρά μας και τις φιλοδοξίες μας. Να πάμε αντίθετα στα πρέπει και τους κανόνες και να παλέψουμε τις αδικίες της ζωής δείχνοντας της ότι δεν το βάλαμε κάτω» είπε η Αθηνά.

«Αριστείδη τρώμε» ακούστηκε μία φωνή.

«Φεύγω, η μαμά μου με φωνάζει. Καλή αντάμωση Αθηνά. Ελπίζω να είσαι εκεί και να με καμαρώσεις όταν πάρω το μετάλλιο».

Πείσμα λοιπόν, ας γράψουμε για αυτό Μένιο.. Και πάλι ξεκίνησε να γράφει ώσπου αποκαμωμένη κοιμήθηκε πάνω στο τετράδιο..

Οι αχτίδες του ήλιου χάιδεψαν το πρόσωπο της ενώ ο Μένιος έγλειφε με θέρμη το χέρι της.
Άλλο ένα ταξίδι ξεκινάει είπε η Αθηνά και αφού πλύθηκε στο ποτάμι ξεκίνησαν...

Περπάτησαν πολλές ώρες, πολλές ημέρες. Η κούραση και στους δύο είχε αρχίσει να γίνεται εμφανής ενώ οι προμήθειες όπου να είναι τελείωναν.. Καθώς προχωρούσαν και λίγο πριν πέσει η νύχτα είδαν από μακριά ένα σπιτάκι να φωτίζει στην άκρη του δάσους.

«Μένιο πάμε να χτυπήσουμε και να ζητήσουμε φιλοξενία. Δεν αντέχω άλλο» είπε η Αθηνά.

«Συμφωνώ είπε ο Μένιος και κατέβασε λυπημένος το κεφάλι.

Τα βήματα τους, τους οδήγησαν σε ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι με μία μεγάλη αυλή γεμάτη καλούδια.

Να δεις πως το έλεγαν; Περιβόλι. Ναι, ήταν ίδιο με αυτό που έχει ο πατέρας της.

Τουκ, τουκ.

«Ποιος είναι» ακούστηκε μία γυναικεία φωνή από μέσα.

«Ανοίξτε μας σας παρακαλώ. Κρυώνουμε, πεινάμε και δεν έχουμε που να μείνουμε».

Η πόρτα άνοιξε και μία όμορφη γυναίκα πρόβαλλε στο κατώφλι.

«Τι γυρεύετε εδώ έξω στις ερημιές μόνοι σας; Έλατε γρήγορα μέσα» είπε η συμπαθής κυρία.

Η Αθηνά πέρασε με το Μένιο και κάθησαν στον καναπέ δίπλα στο τζάκι.

«Δεν περίμενα επισκέπτες και έτσι δεν έχω κάτι να σας φιλέψω. Ωστόσο έχω φτιάξει λίγη σούπα, έχω και ψωμάκι θα τα μοιραστούμε. Σύμφωνοι;». Η Αθηνά και ο Μένιος κούνησαν καταφατικά το κεφάλι.

Τα μαύρα μαλλιά της γυναίκας και τα μπλε μάτια της φώτιζαν το πρόσωπο της το οποίο φαινόταν ακόμα πιο όμορφο κάτω από το φως της κουζίνας.. «Λοιπόν; Για πείτε μου τι γυρεύετε εδώ πέρα» είπε η κυρία αφού τελείωσαν το φαγητό τους και έκατσαν όλοι μαζί κοντά στο τζάκι.

«Γυρεύω την έμπνευση για να γράψω» είπε η Αθηνά. «Έτσι ξεκίνησα ένα ταξίδι, μαζί με το φίλο μου από εδώ, να τη βρω».

«Κατάλαβα. Και μέχρι τώρα τι έχεις γράψει;»

«Έχω γράψει για την αγάπη και το πείσμα».

«Ε, τότε ίσως πρέπει να γράψεις και για τη θέληση».

«Τι εννοείτε» ρώτησε η Αθηνά.

«Να, κοίτα» είπε η κυρία και άρχισε να βγάζει τα μαλλιά της και τα φρύδια της και όλο το βάψιμο που είχε κάνει.

Μπροστά στην Αθηνά τώρα ήταν μία λεπτή κυρία, καραφλή με άσπρο δέρμα, χωρίς μαλλιά όμως με την ίδια λάμψη στα μάτια της.

«Σίγουρα θα απορείς για την εμφάνιση μου έτσι; Είμαι άρρωστη κορίτσι μου. Οι γιατροί διέγνωσαν καρκίνο στο τελευταίο στάδιο και μου έδωσαν λίγους μήνες ζωής. Ήταν ένα γερό χαστούκι αυτό που έφαγα. Άφησα τη δουλειά μου, την πολυκοσμία της πόλης, τους φίλους και τους γνωστούς και ήρθα να μείνω εδώ. Δεν ήθελα να με λυπούνται. Ήθελα να αγωνιστώ, ήθελα να παλέψω. Έκλαψα πολύ εκείνη την ημέρα και τις επόμενες. Μέχρι που μια ημέρα ξύπνησα και είπα όχι. Θα το παλέψω. Θέλω να ζήσω. Δε θα με νικήσει μία αρρώστια. Πήγα και πήρα περούκα, άρχισα να βάφομαι και να προσέχω τη διατροφή μου και κάθε φορά που οι χημειοθεραπείες με πονούσαν έβαζα πείσμα και έλεγα θα αντέξω. Κοίταζα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Ήμουν το ίδιο όμορφη με τότε, ίσως και περισσότερο. Επικοινώνησα και με φίλους, με επισκέφθηκαν και με επισκέπτονται αρκετά συχνά. Ήδη έχω συμπληρώσει ένα χρόνο ζωής και οι γιατροί τρίβουν τα μάτια τους. Με αποκαλούν ένα θαύμα. Με αποκαλώ θέληση, θέληση για ζωή».

Η Αθηνά δε μίλησε. Έμεινε να κοιτάει.

«Και τώρα μπρος πάμε για ύπνο. Θα είστε κουρασμένοι και εσείς. Τα λέμε αύριο το πρωί με το καλό».

Η Αθηνά ξάπλωσε στο κρεβάτι και άφησε τα κλάματα της που τα κρατούσε τόση ώρα να κυλήσουν. Ένιωσε πίκρα και λύπη για την αδικία που γίνονταν εις βάρος της γυναίκας από την ίδια τη ζωή. Όμως ένιωσε και χαρά. Θέληση λοιπόν σκέφτηκε. Θα γράψω για τη θέληση. Για εκείνη τη θέληση που μπορεί να κινήσει και βουνά όπως λέει ο λαός. Για εκείνη τη θέληση που σου δίνει ώθηση να τερματίσεις πρώτος σε αυτόν τον άνισο αγώνα σου με τη ζωή. Σε αυτή τη θέληση που σε κάνει να στέκεσαι απέναντι στη ζωή και να της λες: «Χτύπα και άλλο. Δε με ρίχνεις. Εγώ θα σε νικήσω. Και να ξέρεις, κάθε χτύπημα σου με κάνει και πιο δυνατό».

Η Αθηνά άναψε το μικρό φωτάκι και έγραψε πάλι αρκετές σελίδες. Ύστερα κοιμήθηκε σε έναν ύπνο γαλήνιο.

Το επόμενο πρωί ένιωσε ένα χέρι να τη χαϊδεύει. Άνοιξε τα μάτια της και είδε τη μαμά της.

«Άντε υπναρού. Ξύπνα πια. Παρακοιμήθηκες σήμερα».

«Μαμά; Μα πως; Που είμαι; Η κυρία Κατερίνα που είναι»;

«Ποια κυρία Κατερίνα βρε Αθηνά μου; Όνειρο έβλεπες. Άντε σήκω. Βγήκαν και τα αποτελέσματα του μαθήματος σου. Ορκίζεσαι Αθηνά».

Ξαφνικά η Αθηνά συνειδητοποίησε ότι έβλεπε ένα όνειρο. Μόνο ο Μένιος ήταν εκεί, ζωντανός, να την κοιτάζει με το αγουροξυπνημένο βλέμμα του.

«Έλα εδώ αγόρι μου» είπε και άρχισε να τον χαϊδεύει και να τον φιλάει.

Έφτιαξε καφέ, κάθισε στο γραφείο της και ξεκίνησε να γράφει. Θα γινόταν συγγραφέας. Το αποφάσισε.

Όσο για την έμπνευση; Θα την έβρισκε. Για αρχή της αρκούσαν αυτά τα τρία πράγματα που είχε δει στον ύπνο της. Πείσμα, θέληση και αγάπη....

Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου