Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Η ιστορία της Ελένης και του Νίκου ξεκινάει από πολύ παλιά και πιο συγκεκριμένα πριν από τέσσερα χρόνια. Βρέθηκαν σε κοινή παρέα μετά από πολλά χρόνια που είχαν χαθεί. Αντάλλαξαν Facebook και άρχισαν να μιλάνε σιγά-σιγά σε καθημερινή βάση. Ξέρεις, από εκείνες τις μεταμεσονύχτιες συζητήσεις που κρατάνε μέχρι το πρωί..

Η Ελένη μόλις είχε κάτσει στο μπαλκόνι της και διάβαζε με αφοσίωση ένα βιβλίο. Ξαφνικά την ησυχία της διέκοψε το κινητό της. Ήταν ο Νίκος.

«Πάνε χρόνια από τότε που σε γνώρισα αλλά εξακολουθείς να παραμένεις το ίδιο τρελοκομείο» της είπε.

«Δε ξέρω αν πρέπει να παρεξηγηθώ αλλά ναι έχεις δίκιο» του απάντησε εκείνη και κάπως έτσι ξεκίνησαν.

Ο Νίκος είχε τελειώσει τις σπουδές του ως μηχανολόγος μηχανικός και τώρα εργάζονταν ως υπεύθυνος σε ένα εργοστάσιο παραγωγής γιαουρτιών και λοιπών γαλακτοκομικών προϊόντων. Δεν έβγαινε συχνά μιας και ή δουλειά του αποσπούσε μεγάλο μέρος του χρόνου του ενώ μια σχέση του που είχε 6 χρόνια, είχε λήξει άδοξα πριν 7 μήνες.

Η Ελένη είχε τελειώσει φιλολογία στην Κομοτηνή και εργάζονταν ως φιλόλογος σε φροντιστήρια ενώ είχε και τα ιδιαίτερα της. Κοινωνικός άνθρωπος έβγαινε συνεχώς έξω, ενώ τον ελεύθερο χρόνο, όταν δεν ήταν έξω, διάβαζε συνεχώς ή έγραφε. Η Ελένη εν αντιθέσει με το Νίκο ήταν χωρισμένη 3 χρόνια, αν και δεν την πολύ ένοιαζε μιας και είχε συνηθίσει τη μοναξιά. Ίσως και να της άρεσε καταβάθος.

Και οι μέρες περνούσαν χωρίς καμία ανατροπή και για τους δυο τους. Ρουτίνα, καθημερινότητα. Καμία αλλαγή. Μέχρι την ημέρα που μίλησαν. Λίγες ημέρες αργότερα αποφάσισαν να βρεθούν.

«Άνοιξε ένα καινούργιο μαγαζί με κινέζικο και θέλω να πάω. Από τι θυμάμαι λάτρευες τα εξωτικά φαγητά. Τι λες»;

«Καλά θυμάσαι. Ναι, πάμε. Για ποτέ λες;»

«Αύριο που σχολάω νωρίς. Κατά τις 10».

«Εντάξει αύριο στις 10».

Η κουβέντα συνεχίστηκε για ώρα μέχρι που η Ελένη αποκοιμήθηκε. Η επόμενη ημέρα τη βρήκε να κάνει κούρα ομορφιάς. Ήξερε ότι δεν ήταν ραντεβού αλλά πήγαινε καιρός που είχε να βγει με κάποιον. Ήθελε να θυμηθεί πως είναι να είσαι γυναίκα και όχι καθηγήτρια σε αυστηρά ταγέρ και παντελόνια. Και ο Νίκος όμως δεν πήγαινε πίσω. Είχε ένα ανεξήγητο άγχος. Μια περίεργη αναμονή. Μία αναμονή που τον αποσπούσε από τη δουλειά του, κάνοντας δυο-τρία λάθη. Περίεργο, σκέφτηκε.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει. Η Ελένη κοίταξε το ρολόι της. 20:30. Σηκώθηκε από την καρέκλα, έβγαλε τα γυαλιά της και μπήκε στο ντους. Άφησε το νερό να τρέξει πάνω στο γυμνό κορμί της. Έβαλε το τζινακι της, μία μπλούζα κόκκινη με την πλάτη έξω και τα ψηλά μποτάκια της. Άφησε τις μπούκλες της ελεύθερες στεγνώνοντας τες ελαφρά με το πιστολάκι. Το κόκκινο κραγιόν προσδίδει μία ιδιαίτερη λάμψη στην ολόλευκη επιδερμίδα της. Έβαλε δυο σταγόνες άρωμα, πήρε τα κλειδιά της και έφυγε. Λίγη ώρα αργότερα θα συναντούσε το Νίκο. Στο μυαλό της έκανε απίστευτους διαλόγους. Όμως ξέρεις, όσους διαλόγους και αν κάνεις στο κεφάλι σου μπροστά στον άλλο τα χάνεις..

Πάρκαρε το αυτοκίνητο της και πήγε να συναντήσει το Νίκο. Την περίμενε απέξω με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.

«Το είδα και σε θυμήθηκα» της είπε και συνέχισε «μάλλον έκανα και τη σωστή επιλογή από τι φαίνεται»..

Η Ελένη σάστισε. Λουλούδι; Για εκείνη; Πόσος καιρός... Ψέλλισε απλά ένα ευχαριστώ προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της.

Η ώρα πέρασε ευχάριστα με τους δύο τους να απολαμβάνουν περίεργα πιάτα και σακε, το παραδοσιακό ποτό της Κίνας. Έφυγαν κατενθουσιασμένοι, αντάλλαξαν ένα φιλί στο μάγουλο και χωρίστηκαν. Και οι μήνες πέρασαν και οι υποχρεώσεις δεν τους άφηναν να βρεθούν όσο συχνά ήθελαν. Ενώ όταν βρίσκονταν όσο και αν υπήρχε κάτι ερωτικό στην ατμόσφαιρα δεν το άφηναν να εκδηλωθεί ή έτσι νόμιζαν. Ωστόσο μιλούσαν και κάπως έτσι πέρασε ο χειμώνας. Η άνοιξη έφτασε και είχε πια απλώσει για τα καλά τις ρίζες της κάνοντας αισθητή την παρουσία της. Τα βράδια άρχισαν να μυρίζουν γιασεμί ενώ η θερμοκρασία είχε ανέβει αισθητά. Ο Νίκος με την Ελένη είχαν σταματήσει να μιλάνε τόσο συχνά.

Ένα βράδυ το κινητό της Ελένης χτύπησε. Το όνομα Νίκος αναβόσβηνε στην οθόνη. Το σήκωσε με λαχτάρα.

«Που είσαι εσύ;» ακούστηκε ή γνώριμη φωνή του Νίκου.

«Να, εδώ. Ετοιμαζόμουν να κοιμηθώ» του απάντησε

«Να κοιμηθείς; Σήκω και ντύσου. Θα πάμε βόλτα με την καινούργια μου μηχανή» της είπε.

Δε δυσκολεύτηκε να την πείσει και η Ελένη σε δέκα λεπτά είχε ντυθεί και τον περίμενε κάτω από την πόρτα της. Ανέβηκε στη μηχανή του και ξεκίνησαν... Προορισμός; Άγνωστος.

Έφτασαν μετά από ώρα σε μία παραλία. Η παραλία αυτή κάθε καλοκαίρι έσφυζε από ζωή. Τώρα ήταν κενή. Έρημη. Παραμελημένη, περιμένοντας έναν άνθρωπο να ακουμπήσει πάνω στην αμμουδιά της για να νιώσει ζωντανή. Έκατσαν στις ξαπλώστρες. Τα βουνά φάνταζαν πελώρια μπροστά στη νύχτα. Μία βάρκα ακούγονταν από μακριά ενώ τα νυχτοπούλια είχαν στήσει τη δική τους συζήτηση.

Η Ελένη χάζευε τη θάλασσα. Ο καιρός είχε γλυκάνει και η ηρεμία του τοπίου πρόσφερε αγαλλίαση στη ψυχή της. Την ησυχία διέκοψε η φωνή του Νίκου. Βλέπεις είχε πάθει ένα τράβηγμα στο σβέρκο και πονούσε. Η Ελένη προσφέρθηκε να του κάνει μασάζ. Έκατσε στη ξαπλώστρα, εκείνος έγειρε το κεφάλι του και αφέθηκε στα χέρια της. Λίγη ώρα μετά ο πόνος του τραβήγματος έμεινε μία μακρινή ανάμνηση. Μόνο που ο Νίκος δε σηκώθηκε ποτέ από την αγκαλιά της Ελένης. Αντίθετα με μία αστραπιαία κίνηση την έπιασε και τη φίλησε.

Φιλήθηκαν για ώρα. Για πολλή ώρα και όταν σταμάτησαν κοιτάχτηκαν μέσα στα μάτια. Κανείς από τους δυο δε περίμενε αυτή την εξέλιξη. Και τώρα τι; Η Ελένη δεν ήθελε να συνεχίσει. Δεν ένιωθε έτοιμη. Το ίδιο και ο Νίκος. Απομακρύνθηκαν. Την αμηχανία της στιγμής έσπασε μία φωνή. Ήταν ο φύλακας ενός νυχτερινού μαγαζιού.

«Δεν επιτρέπεται να κάθεστε εδώ» είπε και εκείνοι σηκώθηκαν και έφυγαν.

Ο Νίκος άφησε την Ελένη σπίτι και έφυγε αναπτύσσοντας μεγάλη ταχύτητα.

Οι συνομιλίες σταμάτησαν. Και ο χρόνος πέρασε. Η Ελένη έκανε μία καινούργια σχέση και ο Νίκος το ίδιο.. Δύο χρόνια μετά συναντήθηκαν τυχαία σε μία καφετέρια. Κατάλαβαν ότι ποτέ δε ξεπέρασαν ο ένας τον άλλον. Ότι ήθελε και ο ένας και ο άλλος να είναι μαζί όσο τίποτα άλλο.

Βρέθηκαν το ίδιο βράδυ. Στην ίδια παραλία. Στην ίδια ξαπλώστρα. Φιλήθηκαν και έμειναν αγκαλιά να κοιτάνε το χάραμα.. Από τότε δε χώρισαν ποτέ ξανά.

Γιατί έτσι είναι, όταν δυο άνθρωποι είναι γραφτό να είναι μαζί, η ρουφιάνα η ζωή θα βρίσκει πάντα τον τρόπο να τους φέρνει κοντά..



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου