Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΗΡΘΕ ΤΟ 2016

Μεσημέρι 29ης Δεκεμβρίου. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει ενώ το φως του έμπαινε αχνό μέσα από τις γρύλιες των παντζουριών.. Η Άρτεμη σηκώθηκε αναστατωμένη. Κοίταξε τη φωτογραφία δίπλα της. Είδε εκείνον. Τον ένα και μοναδικό έρωτα της ζωής της. Τον Φοίβο. Πόσο της είχε λείψει.

Ο Φοίβος είχε φύγει στο εξωτερικό προκειμένου να κάνει το μεταπτυχιακό του στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και έμεινε εκεί για να εργαστεί. Η Άρτεμη αντίθετα σπούδαζε στην Πάντειο και δούλευε παράλληλα μαζεύοντας χρήματα με την ελπίδα να πάει να τον βρει και να ξεκινήσουν μια ζωή μαζί. Βλέπεις ήταν από παιδιά μαζί και η αγάπη τους όλο και μεγάλωνε με το πέρασμα των χρόνων. Ήταν τόσο μεγάλη που τα χιλιόμετρα μεταξύ τους φάνταζαν μηδαμινά.

Έκλεισε λίγο τα μάτια της, έφερε στο μυαλό της τη μορφή του και ένα χαμόγελο μελαγχολίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. Πόσο θα ήθελε ο καινούργιος χρόνος να τους έβρισκε μαζί. Τους δυο τους. Κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, στη φλοκάτη μπροστά από το τζάκι, να απολαμβάνουν το κρασί τους αγκαλιά και να ονειρεύονται το κοινό τους μέλλον. Χωρίς επισημότητες, συγγενείς, γονείς κτλ. Μόνο εκείνη και αυτός. Όμως τίποτα από αυτά δε θα γινόταν καθώς ο Φοίβος θα έπαιρνε άδεια μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων. Και η Άρτεμη θα έπρεπε να υποστεί για ακόμα μία χρονιά συγγενείς που είχε να δει από πέρσι, φίλους των γονιών της που δεν είχε μιλήσει ποτέ και τόσους άλλους...

Την κούραζαν αυτές οι επισημότητες. Δεν άντεχε τις τυπικούρες και τα ψεύτικα γέλια. Πάντα στη ζωή της αρκούνταν με τα λίγα. Ευχαριστιόταν τις στιγμές με καλούς φίλους ακόμα και αν ήταν στο σουβλατζίδικο της γειτονιάς. Ακόμα θυμάται πόσο γέλιο είχε ρίξει με εκείνον τον φίλο της που πασαλείφθηκε με τζατζίκι και για να μη νιώθει άσχημα λερώθηκαν επίτηδες και οι υπόλοιποι... Πόσο θα ήθελε να είναι και οι φίλοι της μαζί της.. Όμως δε γινόταν. Το ρεβεγιόν αυτό ήταν για την αφρόκρεμα της κοινωνίας. Δεν ήταν αυτά τα οικογενειακά δείπνα. Με τους γονείς και τα αδέρφια και μετά το χαρτάκι για το καλό. Και οι φίλοι της... Οι περισσότεροι είχαν πάει στα χωριά τους να δουν τους παππούδες και άλλοι διακοπές με λίγα χρήματα λόγω εορταστικών προσφορών.



Τις σκέψεις της διέκοψε η φωνή της μάνας της. «Άντε Άρτεμη σήκω πια. Μεσημέριασε. Πρέπει να πάμε στην αγορά να κάνουμε τα ψώνια για το γιορτινό τραπέζι».

Η Άρτεμη σηκώθηκε, ντύθηκε ανόρεκτα και μαζί με τη μάνα της κατευθύνθηκαν στο αυτοκίνητο. «Δε μπορώ να καταλάβω γιατί βιάζεσαι; Και αύριο ανοιχτά είναι τα μαγαζιά» της είπε.

«Ναι αγάπη μου αλλά αύριο πρέπει να πάμε κομμωτήριο, να κάνουμε νύχια, να πάρουμε ρούχα, παπούτσια. Δε θα προλάβουμε». «Πρέπει να έρθω και εγώ;» της αποκρίθηκε και συνέχισε «Εγώ πριν ένα μήνα πήρα ένα ωραιότατο τζιν και ένα ίσιο μποτάκι. Είναι υπερ αρκετά νομίζω για το ρεβεγιόν.
Και το μαλλί μου με ένα ισιωματάκι θα είναι εντάξει. Εξάλλου σπίτι θα είμαστε».

Αυτά τα λόγια της τάραξαν τη μητέρα της. «Τι λες; Θα έρθει ο Αντισυνταγματάρχης με τη γυναίκα του, υπουργοί, στρατιωτικοί και εσύ θα είσαι σαν λέτσος; Όχι. Επουδενί. Άλλωστε σκέψου τον πατέρα σου. Τι ντροπή θα νιώσει. Άσε που όλο και κάποιος στρατιωτικός θα είναι ωραίος, νέος και ελεύθερος και που ξέρεις; Μπορεί να κάνεις και εσύ την τύχη σου σαν τη Κατερίνα της Λίτσας την κόρη».

«Μαμά έχω φιλό και δε θέλω άλλον. Αγαπώ τον Φοίβο και είναι ο μόνος που θα παντρευτώ. Κανέναν άλλο δε δέχομαι».

«Ψώνισες από σβέρκο. Και τι θα γίνει; Πόσο θα κρατήσει αυτό; Τα χρόνια περνάνε. Και εσύ να πας μόνιμα εξωτερικό ξέχνα το. Όχι όσο ζούμε εμείς».

Η Άρτεμη βούρκωσε ενώ ένιωσε την οργή να ξεχύνεται από μέσα της. «Αρκετά» της είπε. «Το τι θα κάνω εγώ στη ζωή μου δε σε αφορά. Αν εγώ θέλω να πάω να ζήσω με το Φοίβο θα το κάνω και να μη σας ενδιαφέρει. Αρκετά με τους κομπλεξισμούς σας και τις παραξενιές σας. Εγώ αυτόν αγαπάω και μόνο με αυτόν θα είμαι είτε σας αρέσει, είτε όχι».

Η μάνα της δε μίλησε. Γύρισε και την κοίταξε άφωνη. Πρώτη φορά άκουσε την κόρη της να μιλάει έτσι.

Η ώρα πέρασε και οι δυο γυναίκες έκαναν αμίλητες τα ψώνια για το γιορτινό τραπέζι.

Μπαίνοντας στο αμάξι η κυρία Σούλα γύρισε προς την κόρη της και της είπε: «Δε θα μιλήσω στον πατέρα σου για το σημερινό. Και ούτε σε σένα θα πω ξανά τίποτα. Κάνε ότι θες. Εγώ με αυτόν τον καημό θα πάω που δε θα δω εγγόνια. Μόνο σε παρακαλώ αύριο κοίτα να είσαι ντυμένη όπως αρμόζει στη θέση μας. Στο ζητάω σαν χάρη».

«Ας είναι» αποκρίθηκε.

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου

Ξημερώματα, ώρα 03:00.

Ο Φοίβος στην άλλη άκρη της γραμμής.

«Μωράκι μου τι κάνεις; Πως είσαι;» ρώτησε το Φοίβο η Άρτεμη.

«Καλά είμαι αγάπη μου. Εδώ ετοιμάζομαι να κοιμηθώ. Εσύ; Πως ήταν η μέρα σου;»

«Ε, όπως τα ξέρεις. Τρέχαμε από το πρωι με τη μάνα μου να κάνουμε νύχια, μαλλιά, να ψωνίσουμε ρούχα για να είμαστε έτοιμες αύριο. Βαρετά πράγματα. Μίλησα και με τη Μαρία. Είναι στο χωριό. Περνάνε τέλεια με τον Κώστα. Ζήλεψα λίγο να σου πω την αλήθεια».

«Έλα βρε καρδούλα μου. Να δεις που και εμείς θα το κάνουμε αυτό. Θα έρθει η στιγμή που θα μείνουμε στο σπίτι μας και κάθε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά θα είμαστε μαζί. Για δείξε μου τι έκανες στα νύχια σου; Το μαλλί το βλέπω.. Όμορφο και απλό είναι». «Αφού με ξέρεις. Δεν είμαι των εξεζητημένων. Και τα νύχια μου ένα απλό γαλλικό τα έκανα με δυο νιφάδες χιονιού. Απλά πράγματα. Να, κοίτα».

Η Άρτεμη συνέχισε να μιλάει με το Φοίβο για αρκετή ώρα μέχρι που ήρθε η ώρα να πούνε καληνύχτα.

«Καληνύχτα αγάπη μου και καλή χρονιά να έχουμε. Δε ξέρω αν θα μπορέσουμε να μιλήσουμε αύριο. Σε σκέφτομαι και σε αγαπώ».

«Και εγώ σε αγαπώ. Καληνύχτα».

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου

Φασαρία, χαμός, φωνές και μουσική ξύπνησαν την Άρτεμη. Η φωνή της μάνας της γνώριμη.
«Άντε σήκω. Έχουμε να κάνουμε πολλά πράγματα» είπε τσιρίζοντας.

Η Άρτεμη σηκώθηκε, έφτιαξε καφέ και έκατσε στην κουζίνα. Ο πατέρας της είχε κάτσει στον καναπέ ακούγοντας παλιές καντάδες της εποχής του, διαβάζοντας την εφημερίδα του και καπνίζοντας την αγαπημένη πίπα του. Πόσο γλυκός φαινόταν μέσα στην καθημερινότητα του. Όσο και αν δεν το παραδεχόταν του είχε μια αδυναμία.

Αφού ήπιε τον καφέ της ξεκίνησε με τη μητέρα της να κάνουν δουλειές και να ετοιμάζουν τα πάντα για το βράδυ. Βλέπεις παρά το γεγονός ότι είχαν οικονομική επιφάνεια η μάνα της δεν ήθελε υπηρετικό προσωπικό. Πάντα έλεγε ότι κυρία του σπιτιού είναι η γυναίκα.

Οι ώρες πέρασαν και ο πρώτος κόσμος άρχισε να καταφθάνει. Το καλό σαλόνι είχε ανοίξει τις πόρτες του και τα ασημικά γυάλιζαν στο φως του πολυέλαιου. Οι πανάκριβοι πίνακες κοσμούσαν τους τοίχους ενώ τα χαλιά έδιναν ένα τόνο ζεστασιάς στην ατμόσφαιρα. Η Άρτεμη κατευθύνθηκε στη μάνα της. Το κόκκινο φουστάνι και ο κότσος της δε θύμιζαν σε τίποτα το κοριτσάκι με το φούτερ και το τζιν. Ήταν πια γυναίκα.

Η μάνα της έσπευσε να την πιάσει αγκαζέ και άρχιζε να τη γνωρίζει σε φίλους της.



Η ώρα περνούσε και όλοι ανάμεναν με ιδιαίτερη αγωνία την αλλαγή του χρόνου. Κάποιοι είχαν ήδη αρχίσει να ξεχύνονται στο μπουφέ γεμίζοντας από 2-3 φορές τα πιάτα τους ενώ κάποιοι είχαν ήδη κοκκινίσει δείγμα του ότι είχαν πιει πέραν του δέοντος. Η ώρα έφτασε και όλοι άρχισαν να μετράνει αντίστροφα για την αλλαγή. 10,9,8,7,6,5,4,3,2...1 «Χρόνια πολλά!! Ευτυχισμένο το 2016» ακούστηκε να φωνάζουν όλοι μαζί και άρχισαν να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται.

Η Άρτεμη ένιωσε τα δάκρυα της να κυλάνε στα μάτια της. Της έλειπε ο Φοίβος και αυτό χειροτέρευε επειδή δεν είχαν μιλήσει 2 μέρες. Τα πρώτα μηνύματα έφτασαν στο κινητό της ενώ αντευχόταν ανόρεκτα σε όποιον την πλησίαζε.

Την ανία της διέκοψε ένα μήνυμα της Μαρίας. «Δεν είμαι καλά. Γύρισα Χαλκίδα. Χώρισα με τον Κώστα και οι γονείς μου λείπουν. Μπορείς να έρθεις να μου κάνεις παρέα; Θα ερχόμουν εγώ αλλά δεν έχω όρεξη για πανηγύρια».

Η Άρτεμη σηκώθηκε και αφού ζήτησε την άδεια από τον πατέρα της πήγε πάνω να αλλάξει και να φύγει γρήγορα για την κολλητή της. Ούτε θυμόταν πως οδηγούσε ώσπου έφτασε στο σπίτι της Μαρίας. Χτύπησε το κουδούνι της και ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα. Όμως όταν η πόρτα άνοιξε αυτό που αντίκρισε ξεπέρασε τη φαντασία της.




Ο Φοίβος στεκόταν εκεί. Μπροστά της. Στην αρχή νόμιζε οτι ονειρευόταν. Όμως όχι. Ήταν εκεί και στέκονταν μπροστά της. Έπεσε στην αγκαλιά του. «Αγάπη μου» είπε. «Δε μπορώ να το πιστέψω» και άρχισε να τον φιλάει ενώ έκλαιγε.

«Ηρέμησε» της είπε ο Φοίβος. «Είμαι εδώ. Ήρθα για σένα και δε θα ξαναφύγω».

Η Άρτεμη σάστισε. «Μα τι λες; Η δουλειά σου;»

«Παραιτήθηκα. Αποφάσισα να γυρίσω Ελλάδα και να το παλέψω εδώ. Μαζί σου. Δε μπορώ άλλο να είμαι μακριά σου. Έχω και κάποιες οικονομίες. Θέλω να είμαστε μαζί Άρτεμη. Μαζί για πάντα» είπε και έσκυψε μπροστά της.

«Θέλεις να συζήσουμε;» είπε προσφέροντας της μέσα στο κουτάκι το κλειδί του διαμερίσματος τους.

Η Άρτεμη έμεινε να τον κοιτάει ενώ απάντησε «Ναι» και έπεσε στην αγκαλιά του.



Το όνειρό της έγινε πραγματικότητα. Γιόρταζε την αλλαγή του χρόνου παρέα με τον άνθρωπο που αγαπούσε περισσότερο και από τη ζωή της. Εκεί. Αγκαλιά, κάτω από το δέντρο, μπροστά στο τζάκι με ένα μπουκάλι κρασί και μια βαλίτσα γεμάτη όνειρα.

Γύρισε και κοίταξε το Φοίβο. Χαμογέλασε ευτυχισμένη και έκλεισε τα μάτια της. Όλα πια θα έπαιρναν το δρόμο τους...



Υ.Γ. 1 Η παραπάνω ιστορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας.

Υ.Γ. 2 Θα ήθελα να ευχηθώ σε όλους σας καλή χρονιά και εύχομαι το 2016 να εκπληρώσει όλα σας τα όνειρα. Μικρά και μεγάλα και να είναι γεμάτο από υγεία για εσάς και τους ανθρώπους που αγαπάτε..

Υ.Γ. 3 Συνεχίστε να ονειρεύεστε και να ελπίζετε και που ξέρετε; Καμία φορά τα όνειρα μπορούν και να γίνουν πραγματικότητα.

2 σχόλια:

  1. Mpravo Korina Mou !
    Kataplhktiki istoria !
    Me sugkinises gia alli mia fora!!!!!!
    Poso me aggizoun ola osa grafeis!!!!

    2 peristeria na rthoun na feroune euxes
    0loi mas na giortasoume me gelia kai xares
    1 omorfo ksekinima na exei i xronia
    6 xiliades oneira na vgoun alithina ! ! !
    Kiriaki 💖

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κική μου σε ευχαριστώ πολύ!!! Και εμένα με συγκίνησες και με τις ευχές και με τα ωραία σου λόγια!! Εύχομαι και σε σένα τα καλύτερα με υγεία πάνω από όλα!!!

      Διαγραφή