Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

ΣΕ ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΞΑΦΝΙΚΑ


Σάββατο Ιανουαρίου. Πρωί. Ο ήλιος αποφάσισε επιτέλους, μετά από μία εβδομάδα συνεχούς βροχής, να φανεί. Σηκώνεσαι αργά από το κρεβάτι και ανοίγεις τα παντζούρια. Το φως του ήλιου αρχίζει να χύνεται στο δωμάτιο και να σε χτυπάει στα μάτια.. Ακολουθείς όλη την ιεροτελεστία ενός πρωινού ξυπνήματος και κάθεσαι αναπαυτικά στο γραφείο σου. Δίπλα σου η κούπα με τον ελληνικό καφέ αχνίζει.

Κοιτάς από το παράθυρο. Ο ήλιος έχει αρχίσει να λούζει όλη την πλάση στεγνώνοντας και την τελευταία σταγόνα από νερό πάνω στα φύλλα. Ξεκινάς να δουλεύεις μέχρι που αρχίζει πια να μεσημεριάζει. Κοιτάς το ρολόι. Τέτοια ώρα θα πήγαινες για καφέ.. Σηκώνεις το ακουστικό και σχηματίζεις τον αριθμό της φίλης σου της Ειρήνης. Όμως το μετανιώνεις. Δε θες πάλι καφέ. Θέλεις κάτι διαφορετικό, κάτι που θα σε βγάλει από τα συνηθισμένα. Ακούς μία μαμά να φωνάζει στο παιδί της να προσέχει με το ποδήλατο και τότε...σου γεννιέται η ιδέα μιας ποδηλατοβόλτας. Μα ναι, πως δεν το σκέφτηκες νωρίτερα. Θα πας βόλτα στην παραλία με το ποδήλατο. Θες να απολαύσεις τον ήλιο και τη θάλασσα, μακριά από τη βουή της πόλης. Ντύνεσαι αποφασιστικά, παίρνεις ένα μπουκάλι νερό, ανεβαίνεις στο ποδήλατο και ξεκινάς..


Η διαδρομή γνώριμη. Σου θυμίζει τις καλοκαιρινές σου ποδηλατοβόλτες. Προχωράς στο δρόμο ενώ ο ήλιος καίει το πρόσωπο σου. Κοιτάς ευθεία και βλέπεις κάποια μικρά ανεπαίσθητα συννεφάκια να έχουν περικυκλώσει την κορυφή του βουνού και στο βάθος εκτείνεται αχανής ο δρόμος. Ακούς τα αυτοκίνητα να περνάνε δίπλα σου, κοιτάς τα χωράφια και φτάνεις στο χωριό. Στρίβεις προς Αλυκές.

Ο άλλοτε πολυσύχναστος δρόμος μένει έρημος, εκεί στη μέση του «πουθενά». Στρίβεις προς Sabbia. Τα σπίτια είναι στην πλειονότητά τους έρημα και κλειδωμένα. Περιμένουν καρτερικά την έλευση του καλοκαιριού. Μόνο κάποια σπίτια κατοικούνται ακόμα. Ακούς μουσική και γυρνάς το κεφάλι. Βλέπεις έναν κύριο να κάθεται στην αυλή του και να ακούει από ένα παλιό ραδιόφωνο μουσική και να σιγοτραγουδάει. Δίπλα του κάθεται ξαπλωμένος ένας μεγάλος μαύρος σκύλος. Δε σε καταλαβαίνει, δεν τον ενοχλείς.

Συνεχίζεις...και φτάνεις στη μεγάλη στροφή των Αλυκών... Η θάλασσα είναι πια πολύ κοντά σου. Περιμένεις να είναι άδεια η παραλία..όμως, μάντεψε, δεν είναι! Κοιτάς γύρω σου και βλέπεις κόσμο. Κάποιοι είναι με τα μπουφάν τους αραχτοί στη ξαπλώστρα και μιλάνε και γελάνε. Άλλοι περπατάνε μαζί με τα σκυλιά τους πάνω-κάτω στην άμμο, αφήνοντας πατημασιές που χάνονται στο πρώτο κύμα που καλύπτει την άμμο. Κάποιοι άλλοι παίζουν ρακέτες και κάποιοι άλλοι έχουν αρχίσει να παίζουν βόλεϊ. Αποφασίζεις να πας πιο πέρα, προς Daluz μεριά που είναι πιο απόμερα. Είπαμε θες να ηρεμήσεις.

Στο βάθος βλέπεις μία πορτοκαλί ξαπλώστρα. Μία μόνο. Λες και σε περίμενε. Κατεβαίνεις από το ποδήλατο και κατευθύνεσαι προς τη ξαπλώστρα. Κάθεσαι και αρχίζεις να χαζεύεις τη θάλασσα και το βουνό. Βλέπεις το κύμα να σκάει στα βράχια ενώ ο ήλιος ρίχνει τις ακτίνες του χαϊδεύοντας σου το πρόσωπο. Ξαφνικά ακούς θόρυβο και βλέπεις ένα ζευγαράκι να προχωράει στην άμμο. Ήρθαν να κάνουν πικ-νικ. Λίγη ώρα μετά εμφανίζεται και ένας χειμερινός κολυμβητής. Μπαίνει στη θάλασσα, κάνει 2-3 βουτιές, βγαίνει, σε χαιρετάει και φεύγει. Εσύ συνεχίζεις να χαζεύεις τη θάλασσα και να απολαμβάνεις τις στιγμές ηρεμίας. Εκείνες τις στιγμές τις δικές σου, τις μοναδικές, εκείνες τις στιγμές που δε θα τις άλλαζε για όλο το χρυσάφι του κόσμου. Άλλωστε δεν έχει και κρύο, οπότε είναι η καλύτερη ευκαιρία να απολαύσεις τη φύση και όσα απλόχερα σου προσφέρει.


Κάθεσαι μία ώρα με το ρολόι...και θα καθόσουν και άλλο αν δε χτύπαγε το τηλέφωνο σου διακόπτοντας την ηρεμία της στιγμής. Είναι η φίλη σου η Καίτη.

«Έλα ρε. Τι κάνεις; Λέμε με τον Κωνσταντίνο και τον Πελοπίδα να πάμε για καφέ Στενή, αντί να βγούμε το βράδυ για ποτό. Ψήνεσαι»;

«Τι ώρα; Είμαι στις Αλυκές ρε συ, βόλτα με το ποδήλατο» της απαντάς.

«Σε καμία ώρα. Άντε προλαβαίνεις να γυρίσεις και να ετοιμαστείς» σου λέει και σου κλείνει το τηλέφωνο.


Τι να κάνεις, την αγαπάς και θες να τη δεις. Σηκώνεσαι και ξεκινάς. Όμως πριν...Κοιτάς για ακόμα μία φορά το τοπίο. Ο ήλιος έχει αρχίσει να χαμηλώνει σιγά-σιγά. Παίρνεις το δρόμο του γυρισμού από την πίσω μεριά τώρα. Του Daluz. Λίγο πριν βγεις στο χωριό βλέπεις ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Έχουν βγει, μάλλον, την καθιερωμένη βολτούλα τους. Σε χαιρετάνε και τους χαιρετάς...

Τριάντα λεπτά μετά έχεις φτάσεις σπίτι σου. Αλλάζεις, φτιάχνεσαι και περνάνε να σε πάρουν. Είπαμε έχεις γίνει fit αλλά όχι και να πας Στενή με το ποδήλατο που σε ρωτάει απορημένη η μάνα σου.

Εκείνη την ώρα χτυπάει και το τηλέφωνο σου. Είναι ο Κώστας.

«Έλα. Ψήνεσαι το βράδυ να δούμε ταινία; Να πούμε και Δέσποινα»;

«Δε ξέρω. Τώρα πάω Στενή» του απαντάς.

«Καλά. Θα πούμε κατά τις 9μιση» σου λέει και σου κλείνει το τηλέφωνο.

Αυτό που δε μπορείς να πεις όχι, σε ξεπερνά.


Και το αμάξι συνεχίζει την πορεία του. Φτάνεις Στενή και βλέπεις το χιόνι να έχει σκεπάσει το χωριό. Παίζεις χιονοπόλεμο και κάθεσαι να απολαύσεις το ζεστό καφέ σου. Η ώρα περνάει, ο ήλιος έχει πια χαθεί πίσω από τα βουνά αλλά έχει αφήσει αυτό το λιλά χρώμα στον ουρανό. Γελάς, μιλάς και η νύχτα έχει αρχίσει πια να πέφτει για τα καλά.

Γυρνάτε Χαλκίδα. Εκείνοι θα συνεχίσουν για κρασί. Εσύ για ταινία.

Μία ώρα μετά κάθεσαι αναπαυτικά στον καναπέ και ακούς τη Δέσποινα να λέει τα δικά της, τον Κώστα να ψάχνει ταινία, ενώ η σόμπα δίνει ένα όμορφο πορτοκαλί χρώμα στο δωμάτιο..

Σβήνετε φώτα και η ταινία αρχίζει...

Πέντε ώρες μετά βρίσκεσαι στο κρεβάτι σου, κουκουλωμένη με το πάπλωμα. Νιώθεις γεμάτη, νιώθεις πλήρης. Κουραστική πολύ η ημέρα σου αλλά γεμάτη. Κλείνεις τα μάτια σου.. Νιώθεις την ηρεμία να σε πλημμυρίζει..

Άλλη μία μέρα από τη ζωή σου που ξαφνικά έγινε καλύτερη. Πολύ καλύτερη. Γέμισε με στιγμές.

Στιγμές δικές σου, που αποφάσισες να τις εκμεταλλευτείς και όχι να τις αφήσεις, στιγμές που θα σου δώσουν κουράγιο για τη δύσκολη εβδομάδα που έρχεται..Όμως πριν από αυτό;;; Ξημερώνει Κυριακή... Κάτι θα βρεις να κάνεις και τότε...

Συνεχίζεται....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου