Ένα μικρό διήγημα μου για τη συμμετοχή μου σε έναν διαγωνισμό. Και μπορεί να μη κατάφερα να διακριθώ αλλά η χαρά του να γράφεις δε συγκρίνεται με τίποτα...
Παράλληλες ζωές
Η Αλίκη γεννήθηκε το 1986 σε ένα μαιευτήριο των Αθηνών. Ήταν ένα λιποβαρές μωρό με μαύρες μπουκλίτσες όμως που την έκανε να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα μωράκια. Τα μαύρα μαλλάκια της δεν έμειναν για πολύ καθώς όσο μεγάλωνε τα μαλλιά της άνοιγαν σαν χρώμα και γινόταν καστανό, οι μπούκλες όμως παρέμεναν μέχρι που τελικά απέκτησε ένα καστανοκόκκινο χρώμα στο μαλλί ενώ οι μπούκλες θα την ακολουθούσαν σε όλη της τη ζωή.
Η Αλίκη γενικά έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια καθώς μέχρι τα έξι της ζούσε σε μια κωμόπολη της Ευβοίας και έπαιζε κάθε ημέρα με τα παιδιά στην ήσυχη γειτονιά της Λίμνης, ενώ πολλά καλοκαίρια επισκέπτονταν και τη γιαγιά της στο κοντινό χωριό και εκεί στο περιβόλι τάιζαν παρέα τις κότες. Κάποια άλλα καλοκαίρια δε πήγαινε στο χωριό της μαμάς της και στην άλλη άκρη της Ευβοίας όπου έπαιζε με τα παιδιά της γειτονιάς κρυφτό, έκανε ποδήλατο, έπαιζε αγαλματάκια ακούνητα, έτρωγε τραχανά κρυφά που άπλωνε η γιαγιά της στην αυλή, ενώ τα βράδια κάποιες φορές μοιραζόταν τρομακτικές ιστορίες με τα αδέρφια της και τα παιδιά της γειτονιάς ή καθόταν και χάζευε τους μεγάλους που έπαιζαν μπιρίμπα. Αυτό όμως που της έμεινε έντονα, όσα χρόνια και αν περνούσαν, ήταν η ηρεμία της νύχτας και το νυχτολούλουδο που ήταν διάχυτο στην ατμόσφαιρα. Και η Αλίκη συνέχισε να μεγαλώνει, όμως μαζί με εκείνη μεγάλωναν και τα κιλά της και τα προβλήματα των γονιών της. Οι τσακωμοί μεταξύ τους ήταν συχνοί ενώ η γιαγιά της ανακατευόταν συνεχώς στο ζευγάρι και έβριζε τον πατέρα της. Το ίδιο και ο παππούς της με αποτέλεσμα να τσακωθούν και να σταματήσουν και τα καλοκαίρια στο ένα χωριό.. Και μετά πέθανε και η άλλη γιαγιά και δεν πήγαν ξανά ούτε στο άλλο χωριό. Δύσκολες στιγμές για την Αλίκη που μαζί με τους συμμαθητές της που την κορόιδευαν εμφανώς πλέον για τα κιλά της, είχε και τους γονείς της να τσακώνονταν, το μπαμπά της να πίνει και να μεθάει, να φεύγει από το σπίτι, τη μαμά της να κλαίει συνέχεια και να εύχεται να πεθάνει.
Τα χρόνια συνέχιζαν να περνάνε και η Αλίκη μεγάλωνε και άλλο, τα κιλά παρέμεναν, το ίδιο και τα προβλήματα στο σπίτι της. Το bullying ήταν πια καθημερινό φαινόμενο, το ίδιο και οι καβγάδες στο σπίτι της. Και εκείνη έκλαιγε συνέχεια. Έκλαιγε για την κοροϊδία, για τους γονείς της, για τους παππούδες που έβριζαν το μπαμπά της, για τη μαμά της που στενοχωριόταν. Και ευχόταν να πεθάνει για να ηρεμήσει, μια επιθυμία που αργότερα άρχισε να γίνεται φόβος μη χάσει τη μαμά της ή τον μπαμπά της ή τα αδέρφια της. Και συνέχιζε να μεγαλώνει και κάποιες φορές σκεφτόταν ότι θέλει να πεθάνει αλλά πλέον την είχε κυριεύσει ο φόβος μη χάσει κάποιον δικό της.
Ο Άρης από την άλλη γεννήθηκε σε ένα μικρό σπιτάκι σε μια φάρμα ενός χωριού. Ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα αδέρφια του ενώ μια επιπλοκή στη γεννά του δημιούργησε ένα πρόβλημα στα δόντια του. Προγναθισμός είπε ο γιατρός και δυστυχώς δε θα μπορούσε να γίνει τίποτα για να διορθωθεί. Θα έμενε για πάντα το χαρακτηριστικό του. Η μαμά του από την αρχή έδειξε όλη την αγάπη στον Άρη και προσπάθησε να του τονώσει την αυτοπεποίθηση του ώστε να μη νιώθει μειονεκτικά μεγαλώνοντας για αυτό το χαρακτηριστικό στα δόντια του. Ήθελε να το αγαπήσει, να το κάνει δικό του και να τον θωρακίσει ώστε να τον προστατέψει αργότερα από τα περίεργα βλέμματα του κόσμου.
Ο Άρης άρχισε να μεγαλώνει σιγά-σιγά. Έτρεχε ανέμελος στη φάρμα, κυνηγούσε μύγες ή πουλιά ενώ κάποιες φορές, ειδικά το καλοκαίρι, ξάπλωνε δίπλα στο ποταμάκι που περνούσε μπροστά από το σπίτι του και απολάμβανε τη μεσημεριανή σιέστα του ακούγοντας τα τζιτζίκια που τραγουδούσαν το δικό τους τραγούδι. Το καλοκαίρι υποδέχτηκε το φθινόπωρο με τον Άρη να συνεχίζει να παίζει στη φύση και να κυλιέται ανάμεσα στα πορτοκαλί πλέον φύλλα των δέντρων. Μέχρι εκείνο το χειμώνα.
Αυτός ο χειμώνας ήταν διαφορετικός και αρκετά βαρύς ενώ το χιόνι που έπεσε εκείνη τη χρονιά κατέστρεψε μεγάλο μέρος της σοδειάς τους. Τα έξοδα μεγάλωναν και πλέον δε μπορούσαν να ανταπεξέλθουν ούτε στα βασικά όπως ήταν το φαγητό. Έτσι οι γονείς του αποφάσισαν να τον στείλουν στην πόλη στον αδερφό της μαμάς του να μείνει για λίγο καιρό μέχρι να μπορέσουν να βρουν ένα τρόπο να ορθοποδήσουν. Και έστειλαν και τον αδερφό του Άρη στην αδελφή του πάτερα του σε διαφορετική πόλη. Του Άρη δεν του άρεσε αυτό. Δε μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο αποχωριζόταν την οικογένεια του. Και έκλαιγε συνεχώς. Όμως κανείς δεν τον άκουγε. Επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του θείου του μη μπορώντας να κάνει κάτι άλλο. Κοίταξε πίσω για μια τελευταία φορά βλέποντας τον ήλιο να χάνεται σιγά-σιγά στο βουνό. Ήταν η τελευταία εικόνα που θα είχε από το σπίτι του και τη μαμά του, η οποία τον κοιτούσε με τα πιο θλιμμένα μάτια που υπήρχαν.
Η ζωή στην πόλη δεν ήταν εύκολη για τον Άρη. Δε μπορούσε να προσαρμοστεί στο μικρό διαμέρισμα του θειου του ενώ τα ξαδέρφια του τον πείραζαν συνέχεια και τον κορόιδευαν για τα δόντια του. Μια φορά μάλιστα ο θείος του τον είχε κλωτσήσει κιόλας επειδή ο Άρης επιτέθηκε σε ένα από τα ξαδέρφια του. Έτσι ο Άρης συνήθιζε να φεύγει από το σπίτι κρυφά και να κάνει μεγάλες βόλτες μόνος του . Άλλωστε δεν ένιωσε ούτε στο ελάχιστο την αγάπη που είχε από τη μαμά του μιας και ο θείος του δεν τον αποδέχτηκε ποτέ, ενώ το προσωρινό που έγινε νόμιμο τον είχε πια κουράσει.. Έτσι μια ημέρα αποφάσισε να το σκάσει. Ήταν άλλωστε σίγουρος ότι κανείς δε θα τον αναζητούσε. Εκείνο το βράδυ λοιπόν, μόλις ξάπλωσαν οι θειοι του πήδηξε από το ανοιχτό παράθυρο και έφυγε όσο πιο μακριά γινόταν.
Η συνάντηση
Ήταν ένα βροχερό βράδυ του Νοεμβρίου όταν η Αλίκη γυρνούσε από τη δουλειά της.. Εκείνη τη νύχτα δεν ήθελε να πάρει το αυτοκίνητο. Ήθελε να περπατήσει. Βλέπεις πριν ένα μήνα είχε χάσει το πρώτο της σκυλί από καρκίνο και συνήθιζε να περιπατάει για να αδειάζει το μυαλό της από τις σκέψεις και να κατευνάζει με κάποιο τρόπο τον πόνο της απώλειας. Ναι η Αλίκη την ένιωθε τόσο έντονη αυτή την απώλεια γιατί ήταν σα να έχασε ένα δικό της άνθρωπο.
Οι δρόμοι ήταν έρημοι αν και ήταν μόνο εννιά η ώρα. Μόνο κάποιοι λίγοι διαβάτες περπατούσαν στο δρόμο. Η βροχή είχε σταματήσει όμως το κρύο ήταν τσουχτερό. Η Αλίκη επιτάχυνε το βήμα της καθώς ήθελε να φτάσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο σπίτι της. Κάπου-κάπου όμως σταματούσε και χάζευε τις βιτρίνες. Μέχρι που πέρασε έξω από ένα μαγαζί με χαλιά και είδε τον Άρη. Τον κοίταξε, του χαμογέλασε και συνέχισε. Όμως ο Άρης άρχισε να την ακολουθεί. Η Αλίκη δεν έδωσε σημασία γιατί σκέφτηκε ότι μπορεί να πήγαινε μέχρι το περίπτερο. Κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά όταν είδε ότι ο Άρης συνέχισε να την ακολουθεί. Κοντοστάθηκε και γύρισε πίσω κοιτώντας τον. Εκείνη τη στιγμή περνάει μια μητέρα με την κόρη της. Τις ρώτησε αν ξέρουν ποιανού είναι αυτό το παιδί και εκείνες απάντησαν ότι πρέπει να ξέρει ο κύριος με το κατάστημα με τα χαλιά στη γωνία.
«Μην ανησυχείτε» άκουσε τη γυναίκα να λέει. «Θα τον γυρίσουμε εμείς στο μαγαζί αφού από εκεί είναι ο δρόμος μας».
Η Αλίκη χαμογέλασε και ξεκίνησε να περπατά. Όμως ο Άρης δε κουνιόταν. Είχε στυλώσει τα πόδια του στο έδαφος και έκλαιγε.
Η Αλίκη γύρισε και τον κοίταξε και εκείνος χαμογέλασε. Πλησίασε προς το μέρος του. Τότε η γυναίκα της είπε: «Δεν έρχεται. Μάλλον θέλει εσάς να τον επιστρέψετε στο κατάστημα» .
Η Αλίκη το σκέφτηκε, κοίταξε το ρολόι της και αποφάσισε να γυρίσει εκείνη τον Άρη στο μαγαζί. Όμως απογοητεύτηκε πολύ όταν έφτασε εκεί αφού ο καταστηματάρχης της είπε ότι δεν το έχει δει ξανά τον Άρη και ούτε ξέρει αν έχει γονείς κάποιον από τη γειτονιά. Βλέπεις η εμφάνιση του Άρη δε θύμιζε ένα παιδί από σπίτι. Ήταν βρώμικος και πεινασμένος.
«Μα πως γίνεται αυτό; Υπάρχει ένα παιδί και δεν αναρωτηθήκατε σε ποιον ανήκει» ρώτησε.
Η απάντηση όμως του καταστηματάρχη ήταν αφοπλιστική.
«Λογικά θα ανήκει σε οικογένεια τσιγγάνων. Εκείνοι τα παρατάνε έτσι και τα στέλνουν στους δρόμους μήπως τα λυπηθεί κανείς και τους δώσει τίποτα να επιστρέψουν στο σπίτι. Βέβαια όπως το βλέπω αυτό το παιδί με αυτά τα δόντια δε μου κάνει εντύπωση να τον παράτησαν. Κοίτα πόσο άσχημο είναι» είπε και γελώντας χαιρέκακα κατέβασε τα ρολά, καληνύχτισε και έφυγε τρέχοντας.
Η Αλίκη είχε πάθει τέτοιο σοκ που δεν πρόλαβε να αρθρώσει λέξη. Έμειναν εκεί με τον Άρη μέσα στο κρύο να κοιτάζουν αποσβολωμένοι τον καταστηματάρχη που περπατούσε βιαστικός μέχρι που χάθηκε στα στενά.
Η Αλίκη τότε αποφάσισε να πάει στην αστυνομία. Όχι εκείνη δε θα τον άφηνε όπως τον άφησαν οι άλλοι. Πήρε τον Άρη αγκαλιά και κατευθύνθηκε προς το αστυνομικό τμήμα της περιοχής της. Έπρεπε να δηλώσει την εξαφάνιση.